Γράφει ο Μάνος Κόκκινος
Η ημερομηνία είναι 25 Φεβρουαρίου του 1997. Χωρίς να το γνωρίζω τότε, εκείνη τη μέρα είχε τα γενέθλια της η πολυαγαπητή μου μητέρα. Εκτός αυτού όμως, ήταν η μέρα που στην Αμερική, μέσω μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρίας ονόματι Kill Rock Stars, ένας 28χρονος μουσικός από το Portland,χωρίς να το ξέρει, γράφει ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής με το 3ο του άλμπουμ. Το όνομα του κυρίου;Elliott Smith…
Η αλήθεια είναι πως το απαλό και μινιμαλιστικό υλικό του αναφερόμενου δεν τύχαινε μεγάλης προσοχής από το κυρίαρχο ρεύμα στη μουσική βιομηχανία των 90s, αντιπροσωπευόμενη από τον δυνατό και ενεργητικό ήχο της επαναστατικής grunge. Παρ’όλα αυτά ο Smith ήταν ένα σημαντικό όνομα στον underground κόσμο χάρη στην εκφραστικότητα του, τις εικόνες που σχημάτιζαν οι δημιουργικοί του στίχοι, τις μαγικές του κιθαριστικές ικανότητες, και τη διπλή ηχογράφηση οργάνων και φωνητικών.To τελευταίο, μια επιλογή που πιθανόν ήταν επηρεασμένη από τα μεγαλύτερα του είδωλα, όπως οι Beatles και οι Simon and Garfunkel. Πιθανό η δικιά του δικαιολογία για τη χρήση του μέσου ήταν ο περιορισμένος αριθμός ”εργαλείων” που είχε στην διάθεση του, κάτι το οποίο ενδεχόταν να κάνει τα κομμάτια του να ακούγονται άδεια. Όλα αυτά τα στοιχεία του είναι εμφανή στους πρώτους δύο δίσκους που μοιράστηκε μαζί μας (Roman Candle του 1994, Elliott Smith ή απλά Self-Titled του 1995), τα οποία δεν ηχογραφήθηκαν και με τον πιο παραδοσιακό τρόπο. Μάλιστα, όταν με την υποστήριξη της κοπέλας του έστειλε μια ντέμο κασέτα 9 κομματιών από το σπίτι του στους Cavity Search Records,ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μετατρεπόταν στο μουσικό του ντεμπούτο. Οι κατοικίες της Leslie Uppinghouse και του Tony Lash (συναίτερος του Elliott στους Heatmiser) προσέφεραν πολλές μεγάλες στιγμές από το ομότιτλο άλμπουμ, συγκεκριμένα το ίντρο Needle In The Hay και το πανέμορφο Clementine. Θεματικά, οι θυμωμένοι στίχοι ερχόντουσαν σε αντίθεση με την κυρίως σιγανή μουσική υπόκρουση που πήγαινε μαζί τους. Μόνο από την εισαγωγή του Roman Candle βλέπουμε καθαρά την πηγή αυτής της οργής: η παιδική του ηλικία και η κακοποίηση του από τον πατριό του. Μία περίοδος της ζωής του που οδήγησε τον 14χρονο Elliott να παρατήσει το σπίτι του στο Texas,αφήνοντας τον με τραύματα τα οποία προσπάθησε να διώξει με την χρήση ουσιών και αλκοόλ. Παρά την συχνή τους αναφορά στο Elliott Smith(το άλμπουμ),ο ίδιος έχει υποστηρίξει πως τα κομμάτια δεν είναι αναφερόμενα σε δικές του εμπειρίες, αλλά στο περιβάλλον που τον περιτριγύριζε στα νεαρά του χρόνια. Κάποιες φορές με αρκετά πασιφανή τρόπο(The White Lady Loves You More),άλλα κάποιες άλλες με τη χρήση μεταφορών(Coming Up Roses),ενώ τα σκηνικά που βίωσε σπίτι του όταν ήταν μικρός μετατρέπονται σε νέες εξομολογήσεις (Christian Brothers).
Όλα αυτά μας οδηγούν στο τρίτο κεφάλαιο της μουσικής του καριέρας: το Either/Or. Ο τίτλος είναι αναφορά στο βιβλίο του Soren Kierkegaard με το ίδιο όνομα. Έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία στο κολέγιο Hampshire της Μασαχουσέτης, ο νεαρός μουσικός ήταν στενά συνδεδεμένος με τα έργα του Δανού φιλοσόφου, το οποίο γίνεται εμφανές και εδώ. Οι θεματικές ενότητες που μεταφέρονται από το βιβλίο συνδυάζονται φανταστικά με τον ήχο του δίσκου. Με τους Tom Rothrock και Rob Schnapf να τον συνοδεύουν στην παραγωγή, το άλμπουμ δείχνει τον Elliott Smith να εκμεταλλεύεται μία πιο ποίκιλη μουσική ”παλέτα”. Εκτός από την κλασική του κιθάρα, τα ακουστικά του ντράμς αντικαθιστούνται από ένα κανονικό σετ στα περισσότερα κομμάτια, το μπάσο προστίθεται για να γεμίσει τον χώρο, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται η χρήση πλήκτρων σε κομμάτια όπως το Pictures Of Me και το Alameda. Η ηλεκτρική κιθάρα, αν και αρκετά σπάνια, εμφανίζεται στο προσκήνιο για την αλλαγή ήχου(Punch And Judy)αλλά και δυναμικής(Cupid’s Trick). Όπως και στο προηγούμενο του άλμπουμ, όλα τα όργανα ηχογραφήθηκαν από τον ίδιο.
Με όλα αυτά τα στοιχεία στο νου μας, είναι σημαντική μια πιο λεπτομερής ανάλυση των κομματιών.
27 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ήρθε η ώρα να καταλάβουμε τι κάνει το Either/Or του Elliott Smith ένα πραγματικό αριστούργημα στον μουσικό κόσμο.
Τα κομμάτια:
- Speed Trials(3:01)
- Alameda(3:43)
- Ballad Of Big Nothing(2:48)
- Between The Bars(2:21)
- Pictures Of Me(3:46)
- No Name No. 5(3:43)
- Rose Parade(3:28)
- Punch And Judy(2:25)
- Angeles(2:56)
- Cupid’s Trick(3:04)
- 2:45 AM(3:18)
- Say Yes(2:19)
Speed Trials
Ηχογραφημένο ως το πρώτο σίνγκλ 4 μήνες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, το Speed Trials μας καλωσορίζει με τον κατάλληλο τρόπο στον μυστηριωδώς πανέμορφο κόσμο του Elliott Smith όπως τον περιγράφει στο Either/Or. Η περιορισμένη ποιότητα ήχου της κασέτας 4 track χαρίζει στο κομμάτι την ψυχρή του ατμόσφαιρα, με τα ήσυχα φωνητικά οριακά να βυθίζονται κάτω από μια πανέμορφη κιθαριστική μελωδία σε ένα ιδιαίτερο κούρδισμα(Open C/CGCEGC),κάτι το οποίο δεν είναι ασυνήθιστο στον κατάλογο του μουσικού. Ο βαθύς ήχος στο ταμπούρο σχεδόν μας κουφαίνει στα γεμίσματα, διατηρώντας έτσι ένα μικρό στοιχείο των προηγούμενων δίσκων: την προχειρότητα, αλλά και αυθεντικότητα τους.
Από το πρώτο τετράστιχο η ποικιλία από εικόνες που περιγράφονται ετεροκατευθύνει ακόμα περισσότερο τους ακροατές, και τους προτρέπει να αφήσουν τη φαντασία τους να δράσει:
“He’s pleased to meet you underneath the horse
In the cathedral with the glass stained black
Singing sweet high notes that echo back
To destroy their master”
Ποια είναι τα πρόσωπα της ιστορίας; Σε ποιόν ”master” αναφέρεται ο στίχος; Τέτοιες απορίες δημιουργούνται και πολλαπλασιάζονται όσο προχωράει το κομμάτι, με το ρεφρέν να ξεκαθαρίζει πολύ λίγο τα πράγματα:
“It’s just a brief smile crossing your face
I’m running speed trials standing in place”
Θα μπορούσε να υπονοηθεί πως ο χαρακτήρας μας(πιθανότατα ο ίδιος ο Elliott)τρέχει παντού αναζητώντας πράγματα που του φέρνουν ευτυχία, η οποία όμως δεν διαρκεί για πολύ. Έτσι παρόλο που νιώθει πως όντως κάνει κάτι για την κατάσταση του, στη πραγματικότητα μένει στο ίδιο ακριβώς σημείο, εξηγώντας την αντίθεση του στίχου(running/standing).
Αν και η ταμπέλα του σκοτεινού και καταθλιπτικού καλλιτέχνη που είχαν κολλήσει στον Elliott Smith δεν του άρεσε ποτέ ιδιαίτερα, η εισαγωγή που μας προσφέρει οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ο κύκλος που περιγράφεται εδώ φαίνεται να προϊδεάζει κάποια προβλήματα που θα αναφερθούν αργότερα στον δίσκο. Και καθώς η μουρμουρισμένη μελωδία του κομματιού μας αποχαιρετά σιγά σιγά, δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε απ’το να περιμένουμε που θα οδηγηθούμε μετά…
Alameda
Ο τίτλος αναφέρεται σε μία οδό του Portland,κοντά στην οποία μεγάλωσε ο Elliott.Οι αναμνήσεις που κράτησε από εκεί σε συνδυασμό με τους φόβους προσήλωσης του αποτελούν τον πυρήνα των στίχων του κομματιού. Η σαρκαστική περιγραφή του χαρακτήρα που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο(Like some precious only son/Bow down to the champion)μας οδηγεί στο να πιστέψουμε προς πρόκειται για μια σκληρή αλήθεια σε μορφή κριτικής. Όμως μια αρμονικά ιδιοφυής και πανέμορφη αλλαγή μας εκπλήσσει και μας οδηγεί στην πρώτη καθαρά προσωπική στιγμή του δίσκου:
“Nobody broke your heart
You broke your own cause you can’t finish what you start”
Δεν θα είναι η τελευταία φορά που μας ξαφνιάζει έτσι το άλμπουμ. Αμέσως μετά το ρεφρέν κόβεται απότομα, επαληθεύοντας τον τελευταίο στίχο, όμως δείχνοντας έναν χαρακτήρα ο οποίος αρνείται να τον ακούσει…
Ο απαλός, ακουστικός ήχος του προηγούμενου κομματιού συνεχίζεται και εδώ,ενώ ταυτόχρονα συνδέεται θεματικά όταν ο Elliott λέει:”For one or two minutes she liked you,but now the fix is in”. Ο κύκλος της προσωρινής χαράς συνεχίζεται, όμως ο χαρακτήρας του κομματιού συνεχίζει να τον αγνοεί. Ένα απλό αλλά πανέμορφο και χαρακτηριστικό για τον Smith σόλο μας προσφέρει ένα διάλλειμα από το χάος, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί αγωνία για το τι θα ακολουθήσει για τον χαρακτήρα. Η συνεχής επανάληψη στο τελευταίο ρεφρέν προσπαθεί απεγνωσμένα να αλλάξει την στάση του, μέχρι που έρχεται το αποτελειωτικό χτύπημα:
“If you’re alone it’s probably you that wants to be apart”
Είναι ξεκάθαρο καθ’όλη τη διάρκεια του κομματιού πως ο πρωταγωνιστής μας διστάζει να δείξει τον πραγματικό του εαυτό στον κόσμο, με τον φόβο της απόρριψης,του εξευτελισμού,της ντροπής… Για αυτό και το ευάλωτο, συναισθηματικό hook προσπαθεί να ξυπνήσει τον χαρακτήρα από την αλαζονεία και την αδιαφορία του κουπλέ. Όμως όσο και να ενδιαφερόμαστε για αυτόν τον άνθρωπο, πόσο ακόμα μπορούμε να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε, αν δεν το κάνει ο ίδιος; Αυτή του η τακτική με την οποία διώχνει τους τριγύρω του πριν το κάνουν εκείνοι μας θυμίζει χαρακτήρες ταινιών σε στυλ Good Will Hunting.Τελείως τυχαία σύγκριση…
Ballad Of Big Nothing
Η μουσική σύγκριση του Either/Or με τα πρωτύτερα άλμπουμ του Elliott Smith σταματάει κάπου εδώ. Τα δυναμικά ντραμς δουλεύουν σαν το καρδιοχτύπι του κομματιού σε συνδυασμό με την έξυπνη χρήση της κλασσικής κιθάρας. Βάλε από πάνω μία αξέχαστη μελωδία με έξυπνους και μεταφορικούς στίχους που περιγράφουν έναν χαμένο χρήστη ναρκωτικών και την επιρροή που έχει αυτή του η επιλογή στη ζωή του και…voila! Έχεις μπροστά σου ένα απ’τα κλασικά κομμάτια του κύριου Smith. Όμως η ξεκάθαρη αντίθεση ανάμεσα στην χαρούμενη σύνθεση και την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που περιγράφεται μας δίνει την εντύπωση πως κάτι δεν κολλάει…Άλλωστε, γνωρίζοντας τον τραγουδιστή και τη συχνή του, αλλά γεμάτη κατανόηση αναφορά στο θέμα των ναρκωτικών, είναι δυνατόν να ξέγραφε εντελώς έναν άνθρωπο με τέτοιο πρόβλημα ως ”Helpless little thing with the dirty mouth who’s always got something to say”? Αν και οι περισσότεροι θα το έβλεπαν απλώς έτσι, θα επιλέξω να πάω αντίθετα από το ρεύμα και να δω αυτό το κομμάτι ως μια κριτική στη στάση της κοινωνίας απέναντι σε απεξαρτημένους ανθρώπους, τους οποίους βλέπουν, χαρακτηρίζουν ως ”άλλο ένα χαμένο κορμί” και συνεχίζουν την ημέρα τους. Πως κατέληξαν όμως εκεί; Τι τους οδηγεί σε αυτό το σκοτεινό μονοπάτι του εθισμού; Αυτές οι ερωτήσεις δεν χρειάζεται να περιμένουν πολύ…
Between The Bars
Για όσους δεν είχαν πάρει ακόμα στα σοβαρά αυτό το άλμπουμ, αυτό είναι σίγουρα το κομμάτι που θα σας τραβήξει τη προσοχή. Μια δήλωση που ακούγεται αρκετά ειρωνική καθώς η χαμηλή ένταση κάνει τα πρώτα δευτερόλεπτα να περνάνε απαρατήρητα. Δεν υπάρχουν τα ντραμς των προηγούμενων κομματιών, κανένας αντιπερισπασμός, κανένα μέρος για να κρυφτείς. Μόνο μια ονειρική φωνή και μια κιθάρα που συνδυάζει τον ρυθμό και την μελωδία, με έναν τρόπο που μόνο ο Elliott ξέρει. Είναι λες και το κομμάτι ζητά το 100% της προσοχής σου.
Αρχικά υποθέτουμε πως ακούμε την φωνή της κοπέλας του πρωταγωνιστή μας να τον καθησυχάζει. Όμως τι σόι άνθρωπος συμβουλεύει τον αγαπημένο του λέγοντας του ”Drink up baby,stay up all night”? Καθώς το πρώτο κουπλέ πλησιάζει το τέλος του, καταλαβαίνουμε πως δεν πρόκειται για μια κοπέλα, αλλά για το αλκόολ, το οποίο ακούγεται σαν να παίζει με τον πόνο του χαρακτήρα μας(μάλλον ο ίδιος ο Elliott). Υπενθυμίζοντας τις φωνές στο κεφάλι του που τον ταλανίζουν συνεχώς(The potential you’ll be that you’ll never see/The promises you’ll only make), και δίνοντας υπόσχεση πως θα τις εξαλείψει:
“People you’ve been before
That you don’t want around anymore
That push and shove and won’t bend to your will
I‘ll keep them still”
Αν η ιδέα του αλκοόλ να μιλάει στον πρωταγωνιστή μας δεν μας έχει ήδη δείξει την ιδιοφυία του Smith ως στιχουργό, το δεύτερο verse μας προκαλεί ακόμα περισσότερη απορία:
“Drink up baby,look at the stars
I’ll kiss you again,between the bars
Where I’m seeing you there,with your hands in the air
Waiting to finally be caught”
Ποια είναι τα ”bars” που αναφέρει; Μήπως εννοεί τα μπαράκια στα οποία σηκώνει το χέρι του για να ζητήσει το επόμενο του ποτό; Ή μήπως τα κάγκελα μιας φυλακής, όπως αυτή του εθισμού, στην οποία παραδίνεται συνεχώς; Κανείς δεν ξέρει πραγματικά. Πάντως το μόνο σίγουρο, όπως μας επιβεβαιώνει και το ίδιο το αλκοόλ, είναι πως δεν έχει κάποιο αποτέλεσμα για τον πρωταγωνιστή:
“Seperate from the rest,where I like you the best
And keep the things you forgot”
Όσο και να προσπαθήσει να πιεί για να ξεχαστεί από τον πόνο του, ποτέ δεν απαλλάσσεται πραγματικά από αυτόν. Αντιθέτως, το επόμενο πρωί ενδέχεται να ξυπνήσει ακόμα χειρότερα, με παραπάνω μετάνοια και έτσι παραπάνω λόγους για να επαναλάβει τις πράξεις του την επόμενη μέρα. Ο αυτοκαταστροφικός αυτός κύκλος δεν τελειώνει ποτέ. Ακόμα και μουσικά, το τραγούδι τελειώνει χωρίς λύση, η οποία βρίσκεται μόνο αν ξαναβάλουμε το κομμάτι από την αρχή και πέσουμε και εμείς θύματα του κύκλου.
Χωρίς αμφιβολία, ένα από τα πιο σκοτεινά, αλλά ταυτόχρονα πανέξυπνα και χαρακτηριστικά κομμάτια του Elliott Smith, τόσο θεματικά, αλλά και μουσικά…Πραγματικά ένα σημείο αναφοράς για όλη του την δισκογραφία…
Pictures Of Me
Σαν το ξυπνητήρι μετά το όνειρο/εφιάλτη του Between The Bars,το σχεδόν εκκλησιαστικό organ μας ανοίγει τις πύλες του Pictures Of Me. Η πρώτη συνεργασία ανάμεσα στον Smith και τον παραγωγό Larry Crane,το 5ο τραγούδι του δίσκου προβάλει τον καλλιτέχνη να εκμεταλλεύεται τις αυξημένες του επιλογές σε ένα κομμάτι που δείχνει την επιρροή του από τους πολυαγαπημένους του Beatles.
Μπερδεμένος με την μουσική βιομηχανία και το κόνσεπτ της φήμης, εκφράζει την αγανάκτηση του με τις παρεξηγήσεις που παραμορφώνουν την εικόνα του ως άνθρωπος. Ξαφνικά, στη μέση του κουπλέ, τα ντράμς κάνουν την είσοδο τους στο κομμάτι, προσδίδοντας του μια κινητήρια ενέργεια την οποία δεν χάνει ποτέ. Αυτό οδηγεί στην έκρηξη του ρεφρέν, με τον θυμωμένο πλέον Elliott να ξεσπάει στα media που τον παρερμηνεύουν παντελώς, θεωρώντας πως οι υποτιθέμενες φωτογραφίες του που έχουν δημοσιεύσει είναι λάθος(So sick and tired of all these pictures of me/Completely wrong,totally wrong). Τα δυναμικά κρουστά σε συνδυασμό με τις δεύτερες που υποστηρίζουν την βασική μελωδία του ρεφρέν, αλλά και φράσεις του κομματιού όπως το ”Who’d like to see me down on my fucking knees?” επιδεικνύουν την ένταση που επικρατεί σε αυτό τον κόσμο των καλλιτεχνών,celebrities για να είμαστε συγκεκριμένοι. Η δυναμικές του κομματιού αυξάνονται όλο και περισσότερο, μέχρι που στη τελευταία φράση έχουμε μια σύνοψη σχετικά με το πόσο υπερεκτιμάμε την φήμη και τη δόξα, τουλάχιστον κατα την άποψη του Smith. ”Everybody’s dying just to get the disease”,είμαστε όλοι κολλημένοι με τις ανέσεις που προσφέρει η διασημότητα, αγνοώντας παντελώς πως φέρνει στο προσκήνιο νέα προβλήματα, τα οποία μας επηρεάζουν και μας κάνουν να χάνουμε σιγά σιγά τον πραγματικό μας εαυτό στην προσπάθεια μας να την διατηρήσουμε.
Νo Name No.5
Και έτσι όπως ξαναβρήκαμε την ορμή μας…επιστρέφουμε στα σιγάνα με τον πομπό να ζητά και πάλι προσοχή από τον δέκτη. Μια απλή μελωδία της κιθάρας, η οποία καταφέρνει να τρομάξει αλλά και να καθησυχάσει ταυτόχρονα. Σχεδόν σαν να έχουμε αποδεχτεί το τέλος του κόσμου, παρακολουθόντας το από το παράθυρο μας με ένα καταπιεσμένο χαμόγελο να μας ξεφεύγει. Στη περίπτωση του Elliott,αυτό το τέλος φαίνεται πως εμφανίζεται στη μορφή του αποκλεισμού του από τον κόσμο. Έχει περάσει αμέτρητες μάχες με τα άγχη του και έχει μείνει με το μεγάλο βάρος της μετάνοιας,(Got bitten fingernails and a head full of the past)όμως τώρα που όλοι έχουν απομακρυνθεί όλα αυτά φαίνεται να εξαφανίζονται.
”Everybody’s gone at last” μας τραγουδάει ανακουφισμένος, στέλνοντας μας πίσω στο 3ο από τα 5 ”No Name” κομμάτια, το οποίο μας λέει:”Everyone is gone/Home to oblivion”. Έχοντας φτάσει σε σημείο που τα συναισθήματα του έχουν μουδιάσει, προσπαθεί να καθησυχάσει τον αναγνώστη, λέγοντας:”There’s nothing wrong that wasn’t wrong before”. Όμως όσο το κομμάτι προχωράει, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Για άλλη μια φορά από το πουθενά, τα ντραμς και το μπάσο κάνουν την είσοδο τους και χτίζουν το τραγούδι ακόμα περισσότερο. Σε αυτό το σημείο, ο Elliott διώχνει μακριά και τις τελευταίες του ελπίδες, τα άτομα που τον αγαπάνε περισσότερο.
Για μια τελευταία φορά λέει την χαρακτηριστική φράση δανεισμένη από το κομμάτι του Roman Candle. Τότε, για πρώτη φορά, όλα τα όργανα μαζί μπαίνουν στη θέση του ρυθμού, αντί για την άρση, όπως κάνανε καθ’όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Η βασική μελωδία της κιθάρας παραμένει η ίδια. Λες και η αποδοχή της τραγικής του κατάστασης την καλυτερεύει έστω και λίγο…
Αδιαμφισβήτητα, ένα γλυκόξινο αλλά αρμόζον φινάλε για το πρώτο μέρος αυτού του δίσκου που δεν παύει να μας τραβάει τη προσοχή με τους πιο απλούς αλλά αποτελεσματικούς τρόπους…
Rose Parade
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Smith σε μια συνέντευξη με τον Jim Jr.:
“Το Rose Parade είναι μια παρέλαση που γίνεται στο Πόρτλαντ κάθε χρόνο. Όμως, το «Rose Parade» δεν είναι για εκείνη την παρέλαση. Απλώς υποτίθεται ότι αφορούσε τις παρελάσεις γενικά, όπως ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι παρελαύνουν και περιμένουν από εσάς να συμμετάσχετε στην πορεία τους. Κάποιος λέει: «Φαινόμαστε καλά», μια τέτοια στάση. Είναι ότι, οι άνθρωποι γ@μιούνται πολύ προσπαθώντας να παρελαύνουν ως κάτι που δεν είναι πραγματικά, αλλά μπορεί να είναι για λίγο, αλλά μετά όλα πάνε στραβά”
Μόνο από πρώτο κουπλέ του κομματιού, συνοδευόμενο απ’την χαρακτηριστική(και πανέμορφη) κιθαριστική του μελωδία, γίνεται η χρήση έξυπνων μεταφορών για να περιγράψουν αυτή τη παρέλαση ως κάτι άψυχο και πλαστικό, καθώς όπως είπε ο Elliott,ούτε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες κάνουν σαν τον πραγματικό τους εαυτό όταν βρίσκονται εκεί(To march down the street like the Duracell bunny/Throwing out candy that looks like money). Τους προσφέρει κάτι σαν μάσκα, μια ψευδή αίσθηση χαράς ως μια προσωπικότητα που προσπαθούν να κάνουν δικιά τους. Ύστερα αποκαλύπτεται και η οπτική γωνία του αφηγητή μας,ο οποίος δεν βρίσκει ενδιαφέρον σε μια τέτοιου είδους ”ευδαιμονία”, καθώς πάει στην αντίθετη κατεύθυνση από το υπόλοιπο πλήθος(To people passing by who all seem to be going the other way). Αν και φαίνεται σταθερός ως προς την άποψη του, όλοι ξέρουμε πως στη θέση του, θα νιώθαμε και εμείς ένα κενό μέσα μας βλέποντας όλα αυτά τα χαμόγελα γύρω μας, χωρίς να μπορούμε να ταυτιστούμε πραγματικά μαζί τους. Αυτή η διαμάχη ανάμεσα στη θέληση για χαρά και την διατήρηση των απόψεων μας που μας κάνουν τους ανθρώπους που είμαστε περιγράφεται λεπτομερώς στο εξαιρετικό δεύτερο κουπλέ, με τους τελευταίες δυο φράσεις να δείχνουν την αντίθεση αυτή:
“Ridiculous marching band started playing
Got me singing along with some half-hearted victory song”
Αυτό είναι το παράδοξο της ιστορίας μας. Παρόλο που η συμμετοχή του στην παρέλαση δεν είναι κάτι που πιστεύει πως θα του δώσει χαρά, ζηλεύει όταν βλέπει πόσο εύκολα μπορεί να την χαρίσει στους άλλους, και το λαμβάνει ως κάτι αρνητικό για τον ίδιο(When they clean the street I’ll be the only shit that’s left behind).
Διαμαρτυρία απέναντι σε μια καπιταλιστική κοινωνία; Απορία ως προς τη σημασία της χαράς και τι την προκαλεί πραγματικά; Πάρτε το όπως θέλετε, αυτή είναι η ομορφιά του…
Punch And Judy
Αναφερόμενος στο γνωστό έργο για κουκλοθέατρο, ο Elliott φαίνεται μας περιγράφει έναν θεατρικό κόσμο, όπου πρωταγωνιστές είναι ένα μαλωμένο ζευγάρι. Φυσικά, μιλάει μεταφορικά είτε για να δείξει μια σχέση η οποία επηρεάζεται από την αντίληψη των άλλων, είτε απλά για να περιγράψει μια κουτσομπολίστικη κουλτούρα(Ιn a crowded corner where everybody can listen in). Όμως οι ερωτευμένοι της ιστορίας μας φαίνεται πως δεν ακολουθούν πιστά το ”σενάριο” τους(But they don’t read page to page or speak easy),και οδηγεί τους θεατές στο να τους εναντιωθούν μέχρι το τέλος του κομματιού, καθώς η συμπεριφορά τους τους δίνει λιγότερα πράγματα να σχολιάσουν με τους δικούς τους(They draw the curtain,wait for a call/Pretty lucky if they get any response at all). Αν και θεματικά φαίνεται λιγότερο προσωπικό σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ, το Punch And Judy δεν πρέπει να περνάει απαρατήρητο. Αναδεικνύει το υποτιμημένο ταλέντο του Smith ως τραγουδιστής, ενώ η ”ηλιόλουστη” μουσική υπόκρουση είναι η τέλεια γέφυρα ανάμεσα στο Rose Parade και το επόμενο κομμάτι…
Angeles
Είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψει κάποιος με λόγια την ομορφιά του Angeles.Από όπου και να κοιτάξει κανείς, αποτελεί πραγματικά ένα αριστούργημα, και είναι μοναδικό ακόμα και για τα standards του Elliott Smith.
Με μια κιθαριστική εισαγωγή που κάνει μέχρι και τους πιο ταλαντούχους κιθαρίστες να αμφιβάλουν για τις ικανότητες τους(τόσο για την δυσκολία της όσο και για την ομορφιά της),περνάμε ένα ρολερκόστερ συναισθημάτων πριν καν ακουστεί λέξη. Από τους πρώτους στίχους και μόνο εισερχόμαστε στον πολυτελή, αλλά και σιχαμερό κόσμο του Los Angeles:
“Someone’s always coming around here,trailing some new kill
Says I’ve seen your picture on a hundred dollar bill”
Εδώ περιγράφει τη θέση του ως καλλιτέχνης σε έναν κόσμο γεμάτο δισκογραφικές που διψάνε για το χρήμα και σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν την τέχνη του προς οικονομικό τους όφελος. ”So glad to meet you, Angeles” απαντάει γεμάτος σαρκασμό ο Elliott,σαν να αναφέρεται σε έναν κακοπροέραιτο συγγενή που δεν σκοπεύει να αλλάξει τους ύπουλους του τρόπους…
Όμως, μετά από το δεύτερο κουπλέ που μας ξεναγεί ακόμα πιο βαθιά στο L.A(Picking up the ticket shows, there’s money to be made),φαίνεται πως οι πονηρές δισκογραφικές θα καταφέρουν να πάρουν την υπογραφή του καλλιτέχνη στο χαρτί τους, και ουσιαστικά να τον κρατήσουν αιχμάλωτο ως άλλη μια χρηματομηχανή για την πάρτη τους(And sign up with evil,Angeles?). Παρόλο που η ηχογράφηση για το μεγαλύτερο της μέρος περιέχει μόνο κιθάρα και φωνή, καταφέρνει με κάποιο τρόπο και αυξάνει την ένταση του όλο και περισσότερο όσο προχωράει, είτε με την μικρή αλλά σημαντική επανεμφάνιση του organ στη γέφυρα, είτε με την ψηλή νότα του Elliott όταν τραγουδάει ”All your secret wishes could right now be coming true”. Μία φράση, η οποία λειτουργεί ως η τελική απόπειρα της δισκογραφικής να αποκτήσει τον μουσικό που θέλει. Δυστυχώς, απ’ότι φαίνεται οι μεγαλύτεροι φόβοι του ακροατή γίνονται πραγματικότητα στο τέλος του κομματιού. ”No one’s gonna fool around with us,so glad to meet you Angeles”, λέει με αυτοπεποίθηση ο πρωταγωνιστής μας, βλέποντας τον εαυτό του ως μία ασταμάτητη δύναμη στη μουσική βιομηχανία, χωρίς να μπορεί να προβλέψει τις πισόπλατες μαχαιριές που θα δεχθεί από τον κύκλο του. Το organ χρησιμοποιείται μια τελευταία φορά, πνίγοντας τον επίλογο του κομματιού, επιδεικνύοντας τις πράξεις της εταιρίας απέναντι στον καλλιτέχνη, τον οποίο μετατρέπουνε σταδιακά σε σκλάβο τους…
Εδώ είναι που αρχίζω και συνειδητοποιώ πόσο αδικώ το Angeles αναλύοντας το με λέξεις ως προς τους στίχους και τη μουσική του υπόκρουση. Αν και τα θέματα δεν φαίνεται να απασχολούσαν τον Elliott,ο οποίος βρισκόταν σε έναν υπόκοσμο της μουσικής, με έναν σχεδόν προφητικό τρόπο θα έβρισκε μπροστά του τα θέματα τα οποία αναφέρει και εδώ…
Για άλλη μια φορά, βλέπουμε τον Elliott να βγάζει όλα τα συναισθήματα του στη φόρα, και να μας χαρίζει μια από τις πιο σημαντικές και ιδιαίτερες στιγμές του δίσκου. Ένα πραγματικό αριστούργημα…
Cupid‘s Trick
Το άλμπουμ συνεχίζει ανενόχλητο και χωρίς να σπαταληθεί χρόνος, ακούμε μια απειλητική κιθάρα να εμφανίζεται στο προσκήνιο, συνοδευόμενη από τους πιο μυστήριους στίχους του άλμπουμ. Μάλιστα, ο ίδιος ο Elliott τους άφησε εκτός απ’το φυλλάδιο με τους στίχους των βινυλίων, καθώς όπως εξηγεί ο ίδιος στο Comes With A Smile:
“Γιατί δεν ήταν πολύ καλοί! Δεν μπορούσα να θυμηθώ γιατί τους έγραψα μετά από λίγο. Έγινε όταν ήμουν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και δεν είχαν νόημα αργότερα. Επίσης δεν ήταν εκεί γιατί αυτό το τραγούδι δεν έχει να κάνει με τα λόγια, έχει να κάνει με τον τρόπο που ακούγεται. Συνέχισα να αλλαζω τις λέξεις για να τις κάνω να έχουν περισσότερο νόημα, αλλά απλώς το σκότωσα.”
Έτσι, δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι αν στο πρώτο ρεφρέν ακούμε “Lick me up” ή “Lip me up”,αλλά όπως λέει και ο ίδιος ο κύριος Smith,δεν έχει πολλή σημασία. Έτσι και αλλιώς, περιλαμβάνει μια γεμάτη μουσική από πίσω, με τις διάφορες γραμμένες κιθάρες να χρωματίζουν το κομμάτι όλο και περισσότερο.
Τότε έρχεται η γέφυρα. Όλα γίνονται άνω κάτω και η ένταση είναι πιο ψηλή από ποτέ. Το σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας έρχεται στο κατάλληλο σημείο για να συνεχίσει αυτό το ταξίδι, πριν ξαναηρεμήσει τα πνεύματα και να τα ετοιμάσει για το εξίσου εκρηκτικό φινάλε. Αναμφίβολα, το πιο δυναμικό σημείο στη καριέρα του Elliott μέχρι τώρα, ακόμα και αν δεν ξέρουμε πραγματικά τι λέει…
2:45 AM
Η φιλοσοφία του προηγούμενου κομματιού αναποδογυρίζεται εντελώς, με την επανάληψη των 3 συγχορδιών του και τη χαρακτηριστική σκάλα της εισαγωγής να αφήνουν χώρο για κάποιους από τους καλύτερους στίχους του Elliott Smith: Ήρθε η ώρα για εξομολογήσεις…
Με το παρελθόν του να τον ταλανίζει, προσπαθεί να ηρεμήσει με μια βραδινή βόλτα. Εδώ, βλέπουμε ξανά, για πρώτη φορά μετά το ομότιτλο άλμπουμ, μια καθαρή εικόνα του κακοποιητικού του πατριού, ο οποίος του άφησε αναμνήσεις που δυσκολεύεται να διαγράψει από τη μνήμη του, και φαίνεται να επηρεάζουν ακόμα τη ζωή του(The boss that couldn’t help but hurt you/And the pretty thing he made desert you). Εκτός αυτού, βλέπουμε ξανά τα ναρκωτικά του προηγούμενου δίσκου να ξαναχρησιμοποιούνται για να διώξουν τους εφιάλτες (Grabbing onto whatever’s around,for the soaring high or the crushing down), όμως φαίνεται να έχει ένα εξίσου κακό αποτέλεσμα(With hidden cracks that don’t show,but constantly just grow).
Ξαφνικά, ο Elliott μας δείχνει στον προβολέα του άλλο ένα τραυματικό περιστατικό στη ζωή του: επίθεση που δέχθηκε από αστυνομικό, με τους ανθρώπους τριγύρω να τον κοιτάνε γελώντας. Οι στιγμές του παρελθόντος που χαρακτηρίζονταν από την χρήση ουσιών ξαναεμφανίζονται, όμως αυτή τη φορά ο Elliott είναι αποφασισμένος να τις αφήσει πίσω του μια και καλή(You beat it in me that part of you, now I’m gonna split us back in two). Αγανακτισμένος,φωνάζει “Τired of living in a cloud/If you’re gonna say shit now you do it out loud”
Η είσοδος τον ντραμς σε αυτή τη στιγμή απελπισίας είναι αρκετή για να μας κάνει να ανατριχιάσουμε ολόκληροι, ενώ ταυτόχρονα δίνει στον Elliott τη δύναμη να σπάσει τις αλυσίδες του παρελθόντος:
“I’m walking out on center circle,the both of you can just fade to black
I’m walking out on center circle,been pushed away and I’ll never come back”
Είτε αναφέρεται στον πατριό του, στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, το μόνο που έχει σημασία είναι πως για πρώτη φορά στον δίσκο, είναι αποφασισμένος να αλλάξει τους τρόπους του. Το κομμάτι εξαφανίζεται σαν τα τραύματα του παρελθόντος. Η χρήση του fade out δεν είναι τυχαία. Είμαστε στη τελική ευθεία…
Say Yes
Πρέπει να ήταν η εκατοστή φορά που άκουσα τον επίλογο του άλμπουμ, όταν ο φίλος μου ο Κώτσος έκανε μία πολύ σημαντική παρατήρηση για την αρχή του κομματιού: ”Δεν έχει κάνει double τα φωνητικά και τη κιθάρα”, μου είπε ξαφνιασμένος. Πράγματι, το μέσο που χρησιμοποιούταν από τον Elliott τόσο πολύ που το είχα πάρει για δεδομένο δεν ήταν πουθενά. Και η αλήθεια είναι, πως ενώ άκουγα άλλη μια φορά τα κομμάτια του άλμπουμ, παρατήρησα το ίδιο για το πρώτο μέρος του ”2:45 AM”,κάτι που βγάζει νόημα: Σε αυτά τα δύο τελευταία κομμάτια του δίσκου ο Elliott αλλάζει πλήρως, και δεν χρειάζεται την συνοδεία δεύτερου track φωνητικών, ούτε κιθάρας. Είναι πλέον δυνατός. Αρχικά, μας χαρίζει τους πανέμορφους στίχους:
“I‘m in love with the world
Through the eyes of a girl
Who’s still around the morning after”
Με ένα τρόπο τον οποίο ο ίδιος έχει περιγράψει ως “τρελά αισιόδοξο”, είναι πολύ πιθανό να αναφέρεται στον χωρισμό του με την Joanna Bolme. Παρόλο που είχε περάσει καιρός από το συγκεκριμένο συμβάν, ο ίδιος ελπίζει πως μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση, μια σπάνια στιγμή αισιοδοξίας στον κόσμο του Either/Or. Οι συνοδευτικές κιθάρες που εμφανίζονται με την εξέλιξη του κομματιού το ομορφαίνουν, όπως και το απρόβλεπτο σόλο πριν το δεύτερο κουπλέ.
Πολλές φορές μέσα στο άλμπουμ οι φόβοι του πρωταγωνιστή μας τον έκαναν ανίκανο να πράξει και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του (I’ts always been wait and see), χαρίζοντας του μια προσωρινή και επιφανειακή χαρά, παρόμοια με αυτή που περιγράφεται στις αρχές του δίσκου (A happy day and then you pay,and feel like shit the morning after). Όμως διατηρώντας την ενέργεια του προηγούμενου κομματιού, μας επιβεβαιώνει πως τα δεδομένα έχουν αλλάξει:
“But now I feel changed around
And instead of falling down
I’m standing up the morning after”
Στην αρχή του ρεφρέν παρατηρούμε κάτι που λογικά θα ξαφνιάζει τους die-hard οπαδούς του:Η χρήση μιας μικρής κιθαριστικής μελωδίας από το ”The Biggest Lie”,τελευταίο κομμάτι του προηγούμενου του δίσκου. Ένα κομμάτι το οποίο λέγεται πως λειτουργεί ως γράμμα αυτοκτονίας, και κάνει την απρόβλεπτη του εμφάνιση και εδώ, συνοδεύοντας τον στίχο “Situations get fucked up”. Aκόμα και αυτή η μικρή καταθλιπτική ενέργεια που κληρονομεί από το ομότιτλο του άλμπουμ εξαφανίζεται στην ακριβώς επόμενη φράση,”And turned around sooner or later”. Ένας πραγματικά πανέξυπνος τρόπος για να δείξει κάποιος την εξέλιξη του μέσα στα χρόνια…
Τώρα που βρίσκεται πλέον σε καλή κατάσταση, έχει μια ακόμα επιθυμία, ένα ακόμα άτομο για το οποίο νοιάζεται πολύ και έχασε μέσα στις σκοτεινές περιόδους της ζωής του. Με έναν σχεδόν απολογητικό τρόπο, στη γέφυρα γνωρίζει πως δεν είναι σε θέση να ζητάει πάρα πολλά, και αφήνει την κοπέλα αυτή (λογικά η Bolme)να σκεφτεί αν όντως θέλει να ξαναπροσπαθήσουν (I’m damaged bad at best/She’ll decide what she wants). Αν και θα τον βασανίσει για λίγο καιρό, ξέρει πως μπορεί να συνεχίσει με ένα αισιόδοξο τρόπο σκέψης χάρη σε όλα τα μαθήματα που πήρε από το υπόλοιπο άλμπουμ, στου οποίου το τίτλο κάνει αναφορά(They EITHER want you OR they don’t). Όμως σε μια τελευταία προσπάθεια απελπισίας λέει την απλή, πονεμένη, τελευταία του ευχή:”Say Yes”. Και κάπως έτσι, ύστερα από μία επανάληψη των τριών εναρκτήριων στίχων, η ιστορία του Either/Or έρχεται στο πανέμορφο τέλος της…
Το μετά…
Παραδόξως, δεν ήταν η προσοχή του μουσικού κόσμου που θα άλλαζε τη ζωή του κύριου Smith,καθώς το άλμπουμ δεν κατάφερε καν να μπει στα αμερικανικά charts. Αντιθέτως, ήταν η επιθυμία ενός σκηνοθέτη που ήταν και αυτός από το Portland,και αναζητούσε το ρηξικέλευθο του έργο, ακριβώς όπως ο Elliott…
Παρόλο που οι δύο δυνάμεις είχανε συναντηθεί ασυνείδητα σε ένα πάρτι μέσω κοινών γνωστών,η σημαντική για την ιστορία μας στιγμή ήρθε όταν ο Gus Van Sant αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι. Προτού φύγει, επισκέφθηκε έναν φίλο του, ο οποίος τον προμήθευσε με μία στοίβα από CD τοπικών καλλιτεχνών. Στη διαδρομή του, συνειδητοποίησε πως δύο από αυτά ήταν του Elliott,και ακούγοντας τον λάτρεψε τον ήχο του. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα για τη δημιουργία της νέας του ταινίας, γραμμένη από τους πρωταγωνιστές της Matt Damon και Ben Affleck,η εντολή στον μοντέρ του Pietro Scalia ήταν απλή: να χρησιμοποιήσει τη μουσική του 27χρονου τότε μουσικού όσο περισσότερο μπορούσε. Εκείνος, αποφάσισε να χρωματίσει τις σκηνές της ταινίας με κομμάτια από το Either/Or,συγκεκριμένα το Say Yes,το Between The Bars,και το Angeles. Α! Και για όσους θυμούνται το προαναφερόμενο κομμάτι No Name No.3 από το Roman Candle,μέχρι και αυτό κάνει μια μικρή αλλά σημαντική εμφάνιση στη ταινία. Αφότου ο Van Sant πήρε άδεια από τον συμπολίτη του για να χρησιμοποιήσει τη μουσική, βρέθηκε στη τελική ευθεία για την ολοκλήρωση του μεγάλου του έργου. Το αποτέλεσμα; Το ένα και μοναδικό “Good Will Hunting”…
Ο κόπος του Van Sant δεν πήγε στράφι αυτή τη φορά. Η ταινία έκανε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, αναδεικνύοντας νέα ονόματα όπως ο Damon και ο Affleck,ενώ ταυτόχρονα έλαβε 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η μία από αυτές άνηκε στον Elliott,κάτι το οποίο μας φαίνεται απολύτως λογικό. Άλλωστε, πως θα αποκτούσε αυτή τη γλύκα και την αθωότητα το ραντεβού του Will με τη Skylar χωρίς το Say Yes; Και πώς θα συγκινούταν ο θεατής όταν οι δρόμοι τους εν τέλει χώρισαν, χωρίς το μελαγχολικό Angeles; Όμως, η υποψηφιότητα είχε να κάνει με ένα κομμάτι που ξεχάσαμε να αναφέρουμε:”Miss Misery”
Γραμμένο ειδικά για την ταινία, αυτό το πικρόγλυκο 2λεπτο κομμάτι που συνόδευε τους τίτλους τέλους της θα ήταν αυτό που ξεκινούσε μια μεγάλη πορεία για τον Elliott…
Την μεγάλη βραδιά των 70ων Βραβείων Όσκαρ, η ακαδημία του πρότεινε να τραγουδήσει το κομμάτι του στη τηλεόραση. Αν και αρχικά αρνήθηκε, πείστηκε μέσω της απειλής πως το κομμάτι θα ήταν μέρος του προγράμματος είτε παιζόταν από τον ίδιο είτε όχι. Με την πανέμορφη λευκή του στολή, ένα συγκινητικό δίλεπτο ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να τραβήξει τη προσοχή όλου του πλανήτη, και παρόλο που δεν κατάφερε να κερδίσει το πολυπόθητο βραβείο, ο ευαίσθητος αυτός χαρακτήρας είχε κάνει καλή εντύπωση στη μεγάλη σκηνή.
Η Dreamwork Records δεν έχασε λεπτό, υπογράφοντας συμβόλαιο με τον Smith,χαρίζοντας του για πρώτη φορά ευκαιρίες που δεν είχε ποτέ στη διάθεση του. Όλα άλλαζαν για τα καλά. Τα μεγάλα οράματα που είχε ο τρομερός αυτός καλλιτέχνης ήταν έτοιμα να γίνουν πραγματικότητα…
‘Ενα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1998,μας προσέφερε τον 4ο του δίσκο, το “ΧΟ”, με ακόμα περισσότερα κλασικά του τραγούδια, όπως το πονεμένο “Waltz #2”,η το τρομακτικά πανέμορφο “Baby Britain”.Ο ήχος του είναι πλέον πεντακάθαρος. Η παραγωγή σε κομμάτια όπως το “Bled White”
και το “A Question Mark” είναι δυναμική και θυμίζει αυτή κάθε άλλης μεγάλης επιτυχίας της εποχής. Παρ’όλα αυτά, βλέπουμε πως ταυτόχρονα δεν ξεχνάει από που προήλθε, με κομμάτια όπως το “Tomorrow Tomorrow” που θα μπορούσαν άνετα να τοποθετηθούν στα πρώτα του άλμπουμ.
Δεν σταματάει εκεί. Δύο χρόνια αργότερα, με την αρχή του νέου αιώνα, επιστρέφει ακόμα πιο δυνατός και εξελιγμένος με το συναρπαστικό “Figure 8”. Τα θέματα του άλμπουμ να είναι πιο φαντασιώδες, και η σταθερά δυνατή παραγωγή του δίνει τον ηλιόλουστο του ήχο, σε πανέμορφα και δυναμικά κομμάτια όπως το “L.A” και το “Stupidity Tries”. Ταυτόχρονα, μένει χώρος για εξομολογητικές μπαλάντες, όπως το “Somebody That I Used To Know” και το πολύ υποτιμημένο(κατά τη γνώμη μου) “Better Be Quiet Now”. Μουσικά, φαινόταν πως ο Elliott είχε φτάσει στο σημείο που τόσο επιθυμούσε, με τα κομμάτια του να κυμαίνονται από μινιμαλιστικά και ακουστικά, σε δυναμικά και ”γκρουβάτα”. Είχε έρθει η ώρα να πειραματιστεί, δουλεύοντας σκληρά για το 6ο του άλμπουμ…
Όμως, δυστυχώς, κάτω από την επιφάνεια, εξελιζόταν μια τραγική κατάσταση στη προσωπική ζωή του πρωταγωνιστή μας. Προς το τέλος τη περιοδείας του, οι κακοί δαίμονες του παρελθόντος επέστρεψαν, αυτή τη φορά στη μορφή της ηρωίνης. Η συχνή χρήση του ναρκωτικού οδήγησαν τον Elliott στη παράνοια και στον αποκλεισμό από τον έξω κόσμο για μήνες, μέσα στους οποίους έτρωγε και κοιμόταν ελάχιστα. Τα επόμενα δύο χρόνια αποδείχθηκαν ακόμα πιο καταστροφικά: διαφωνίες με τον παραγωγό και τη δισκογραφική του, κακές live εμφανίσεις λόγω της επιδεινωμένης του κατάστασης, καυγάς σε συναυλία που οδήγησε στη σύλληψη του… Μετά από όλα αυτά, το 2003 φαινόταν σαν μια μικρή πιθανότητα επαναδιοργάνωσης της ζωής του και της καριέρας του, καθώς οι διαδικασίες για τον επόμενο του δίσκο ξαναξεκίνησαν. Παρ’όλα αυτά, στις 21 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς γράφεται ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής. Ο Elliott Smith βρίσκεται από την κοπέλα του με δύο μαχαιριές στο στήθος, και παρά τη προσπάθεια των γιατρών, αποβιώνει στο νοσοκομείο λίγες ώρες αργότερα…
Η αυτοψία που ακολούθησε δεν μπορούσε καν να καθορίσει αν επρόκειτο για αυτοκτονία η δολοφονία, κάνοντας ακόμα πιο μυστήριο αυτό το ξαφνικό περιστατικό. Όμως, τα επόμενα χρόνια, και ακόμα και σήμερα, ο μουσικός κόσμος δεν έχει τίποτα άλλο να εκφράσει εκτός από ευγνωμοσύνη για τον αδικοχαμένο καλλιτέχνη, με πολλούς να αποτίνουν φόρο τιμής για τον Elliott.
Το 2004,με τη βοήθεια της Joanna Bolme και του παραγωγού Rob Schnapf,η οικογένεια του κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια την τελευταία προσφορά του παιδιού της:”From a Basement On The Hill”.
Ένας δίσκος που εμπλουτίζει ακόμα περισσότερο τον κατάλογο του, μέσω του οποίου παραμένει ζωντανός για όλους εμάς…
Επίλογος
Όμως, πίσω στο Either/Or. Τι κάνει αυτό το άλμπουμ να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσα εξαιρετικά άλμπουμ των 90s,ή ακόμα και στη δισκογραφία του ίδιου του Elliott Smith;Για αρχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αποτέλεσε το project το οποίο αποτέλεσε το εισιτήριο του για το φως της δημοσιότητας, χάρη σε μια απρόβλεπτη σειρά γεγονότων. Άν κάποιος κάτσει να το σκεφτεί, είναι ταιριαστό πως αυτό έγινε μέσω μιας ταινίας, λόγω της απίστευτης ικανότητας του μουσικού να ζωγραφίζει πανέμορφα αλλά μυστήρια κάδρα μέσω των στίχων του όπως στο εναρκτήριο “Speed Trials”. Τα πιο προσωπικά τραγούδια δείχνουν τον συνθέτη να παραμένει αληθινός στα συναισθήματα του, χρησιμοποιώντας διάφορες οπτικές γωνίες για να περιγράψει προβληματισμούς, τους οποίους δεν κατάφερε να λύσει ούτε ο ίδιος. Έτσι, γίνεται εύκολο να ταυτιστούμε με κάποια από αυτά τα θέματα που περιγράφονται, είτε είναι η αυτοκαταστροφικές σκέψεις και πράξεις στο “Alameda” και στο “Between The Bars”,είτε η αίσθηση αποξένωσης που ενδέχεται να μας προκαλέσει το “Rose Parade”. Είναι σημαντικό να αναφερθεί και η διαχρονικότητα των θεμάτων που περιγράφονται, καθώς πολλά από αυτά είναι πράγματα που με έναν προφητικό τον ακολούθησαν στην ζωή μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ. Η μεγάλη συμφωνία με την Dreamwork είναι κάτι που κατάφερε να προβλέψει το πανέμορφο ”Angeles”, ενώ το “No Name No.5” αποτέλεσε προοικονομία για τα δύσκολα χρόνια του αποκλεισμού μετά το Figure 8.
Μουσικά, πρωτοεμφανίζεται ένας αρκετά πιο ποίκιλος και επίσημος ήχος στην μέχρι τότε δισκογραφία του μουσικού. Εκτός αυτού, οι συνθέσεις από μόνες τους είναι πανέμορφες, με τις απρόβλεπτες αρμονικές αλλαγές να μας ετεροκατευθύνουν με όποια ευκαιρία βρούνε μέχρι το φινάλε. Χωρίς να το ξέρουμε τότε, αυτά τα 12 κομμάτια θα ήταν η τέλεια γέφυρα ανάμεσα στον ακουστικό και μινιμαλιστικό ήχο του Roman Candle και του Self-Titled,και τις γεμάτες υπερπαράγωγες του XO και του Figure 8. Στη περίπτωση του Elliott,η ηχογράφηση αυτών των κομματιών(την οποία έκανε μόνος του)αποτελούσε άθλο, και χαρίζει στο άλμπουμ μια χαρακτηριστική αύρα που το κάνει να ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα, επηρεάζοντας ταυτόχρονα αμέτρητους άλλους μουσικούς. Και παρόλο που ο ήχος αυτός δεν είναι για όλους, όπως μάθαμε,”they either want you or they don’t”…