Σε έναν μουσικό κόσμο όσο ποίκιλος και τεράστιος όσο αυτός της hip-hop,είναι δύσκολο να ανακαλύψεις και να εκτιμήσεις όλους τους απίστευτους καλλιτέχνες που περιφέρονται σε αυτόν. Επομένως, είναι εύκολο να αφήσουμε πολλά άξια αναφοράς ονόματα να περάσουν απαρατήρητα,και ένα από αυτά,κατά την ταπεινή μου άποψη είναι αυτό του Malik Chandler, πιο γνωστός στους περισσότερους από εμάς ως Saba.
Ερχόμενος από το Σικάγο, o 30χρονος πλέον μουσικός είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα στη ραπ σκηνή. Η ωμή αλλά αληθινή του εκφραστικότητα σε συνδυασμό με το δύσκολο του μεγάλωμα και τις αναμνήσεις που έχει κρατήσει από τότε,ισορροπούνται από πιο δυναμικές και ενθαρρυντικές στιγμές στη δισκογραφία του, παρουσιάζοντας μας έναν άνθρωπο γεμάτο ταλαιπωρία, η οποία δεν αποτέλεσε τίποτα λιγότερο από ένα μάθημα για να ζήσει με περισσότερη αντοχή τη ζωή του. Άλλες φορές πάλι, με το γρήγορο του flow, μας πετάει βόμβες στη μορφή αδιανόητων μεταφορών και ομοιοκαταλήξεων, τις οποίες κατανοούμε δύσκολα(ή και καθόλου), αλλά τις θαυμάζουμε όπως και να ‘χει…

Μουσικά, η δισκογραφία του παίρνει τόσες διαφορετικές μορφές που είναι αδικία να ονομάσουμε μερικές, αλλά αυτό θα κάνουμε έτσι και αλλιώς. Jazz rap,lo-fi,R&B,soul,στοιχεία από gospel, ο Saba έχει λίγο από κάτι που θα αρέσει σε όλους,αλλά πάνω από όλα στον ίδιο. Τα πρώτα του χρόνια πέρασαν σχετικά απαρατήρητα, όμως το πρώτο του mixtape “Get Comfortable”(2012) πήρε προσοχή τοπικά χάρη συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες του περιοχής του, όπως ο Mick Jenkins και η Jean Deaux. Αυτή η ώθηση ήταν αρκετή για να συνεχίσει δυναμικά να κυνηγάει το όνειρο του, καθώς ένα χρόνο αργότερα το group του, Pivot Gang, πρωτοεμφανίστηκε και αυτό στη μουσική σκηνή με το άλμπουμ “Jimmy”. Ο ατομικός του κατάλογος εμπλουτίστηκε με το sequel του πρώτου mixtape, “Comfort Zone”, ενώ η εμφάνιση του στο κομμάτι “Angels” του συμπολίτη του Chance The Rapper εκτόξευσε την δημοσιότητα του το 2015,ειδικά μετά την εμφάνιση των δύο μουσικών στη βραδινή εκπομπή του Stephen Colbert.
Από εκείνο το σημείο και μετά,ο Saba μας έχει προσφέρει τρία πανέμορφα άλμπουμ σε μια περιόδο 6 χρόνων (2016-2022),τα οποία αν κοιτάξουμε με λίγη παραπάνω προσοχή, παρατηρούμε μια κοινή πηγή έμπνευσης, την οποία μεταφέρει ανάλογα με τη περιόδο της ζωής του στην οποία τον βρίσκει. Σχεδόν σαν διαφορετικές αποχρώσεις του ίδιου χρώματος, διαφορετικές οπτικές γωνίες,συναισθήματα… Η λέξη είναι μια: Απώλεια
Αυτό είναι κάτι που αντανακλάται συχνά στη μουσική του Saba, και μας πάει αρκετά πίσω,στο 2014, λίγους μήνες μετά την έκδοση του “Comfort Zone”. Τότε, ο θείος του σε ένα τραγικό γεγονός αποβιώνει στον ύπνο του. Έχοντας βγει από τη φυλακή, ήταν ένα άτομο που ο Saba επιθυμούσε πολύ να δει, αλλά δεν εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο που θα μπορούσε ακόμα να περάσει μαζί του, μέχρι που ήταν αργά…
Κάπως έτσι ξεκίνησαν μέσα του οι υποθέσεις και τα ερωτήματα σχετικά με τη ζωή του θείου του. Τι μπορεί να ήθελε να κάνει πριν φύγει; Τι μονοπάτι σκεφτόταν να ακολουθήσει; Τι και αν, τι και αν, τι και αν… Τότε, τα ερωτήματα γίνανε πιο προσωπικά για τον νεαρό μουσικό. Ποια θα ήταν η λίστα με τα πράγματα που ήθελε να κάνει ο ίδιος; Ποια είναι τα ενδιαφέροντα των κοντινών του ανθρώπων; Έτσι, σε μια κατάσταση πένθους, κατάφερε να εντοπίσει τον πόνο του και να τον μετατρέψει σε απορία για τις επιλογές που κρύβονται πίσω από την ομίχλη του άγνωστου. Αυτό είναι που του έδωσε την έμπνευση για το πρώτο του επίσημο άλμπουμ που βγήκε στις 27 Οκτωβρίου του 2016. Ο τίτλος, ταιριαστός σαν γάντι: “Bucket List Project”

Τα jazz και neo-soul στοιχεία του ήχου του είναι πιο εμφανή από ποτέ,προσφέροντας μας μια σχεδόν 50λεπτη εμπειρία ψυχεδέλειας. Ο μουσικός δεν αργεί να περάσει το μύνημα του, με το πρώτο κομμάτι, ταιριαστά ονομασμένο “In Loving Memory”, να του προσφέρει τον ελεύθερο χώρο που χρειάζεται για να φέρει στο προσκήνιο τους προβληματισμούς του μετά τον θάνατο του θείου του:
“When I’m dead and I’m gone
Would you smile ’cause you know
Where I’ve been and gone?”
Το ξαφνικό αυτό γεγονός φαίνεται να αφύπνισε τον Saba, ο οποίος παρόλο που θρηνεί για τον αδικοχαμένο του συγγενή,δεν θέλει να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι που ακολούθησε και εκείνος όσο ήταν ακόμα εδώ. Με τον στίχο “Could’ve been trafficking, but I would rather do better than my uncle had it” από το πιο δυναμικό “Westside Bound 3”, λέει πως παρόλο που το πεπρωμένο του φαινόταν να είχε γραφτεί για αυτόν μόνο και μόνο από την γειτονιά που γεννήθηκε, θέλει να σπάσει αυτή τη “κατάρα” η οποία φάνηκε να επηρέασε και να οδήγησε τον θείο του στο μονοπάτι του εγκλήματος.
Μένοντας πιστός στο κόνσεπτ του δίσκου, εκτός από το ομότιτλο (και αρκετά αυτοεξήγητο) κομμάτι του, αυτό που ξεχωρίζει είναι η εμφάνιση διάφορων μουσικών, φίλων, αλλά και θαυμαστών του νεαρού μουσικού στο τέλος κάποιων κομματιών, οι οποίοι μιλούν για τα δικά τους “Bucket List”. Από τη λαχτάρα για μια μακροχρόνια μουσική καριέρα, μέχρι και την επιθυμία για σεξ με μια celebrity(ναι…), οι λίστες αυτές τα έχουν πραγματικά όλα, και είναι τοποθετημένες ανάμεσα σε κάποια πανέμορφα κομμάτια, όπως το ευφορικό “Photosynthesis”, αλλά και το “American Hypnosis” όπου μιλάει πιο αναλυτικά για το μεγάλωμα του και τα γεγονότα που καθόρισαν τον χαρακτήρα του.

Έτσι, παρά τα δυσάρεστα νέα, ο Saba κατάφερε να ενθαρρύνει τους ακροατές του και να τους ρωτήσει με έναν έμμεσο τρόπο το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν όσο είναι ακόμα εδώ. “Νιώθει αφελές το να είσαι αισιόδοξος σε τέτοιους καιρούς, αλλά ξέρουμε ότι είναι δυνατό”,είχε δηλώσει ο ίδιος σε μια συνέντευξη με το Complex…
Δυστυχώς, η πολλές φορές σκληρή ζωή δεν άλλαζε τις τάσεις της στην περίπτωση του νεαρού μουσικού. Λίγους μήνες μετά, στις 8 Φεβρουαρίου του 2017, λαμβάνει χώρα μια δολοφονία στο River West του Σικάγο. Το θύμα, ήταν ο ξάδερφος και συναίτερος του Saba στους Pivot Gang, ο John Walt. Ήταν μόλις 24 χρονών…
Για ακόμη μια φορά, ο Saba χάνει τη γη από τα πόδια του. Πού αλλού είχε να πάει; Εκτός από ξάδερφος του, ο Walt ήταν από τους κοντινότερους του ανθρώπους. Εκείνος ήταν που έδειξε στον νεαρό Malik το μονοπάτι της μουσικής. Εκείνος ήταν που μαζί με τον Joseph Chilliams (αδερφό του Saba) αποφάσισαν να φτιάξουν το Pivot Gang. Μια τόσο μεγάλη και τόσο απρόβλεπτη απώλεια έφεραν το σκοτάδι στον κόσμο του 23χρονου ακόμα ράπερ. Και αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό άμα ρίξουμε μία ματιά στο εξώφυλλο του δεύτερου του δίσκου, τον οποίο διέδωσε στις 5 Απριλίου 2018. Η ποίκιλη χρωματική παλέτα του “Bucket List Project” κάνει χώρο για την ασπρόμαυρη εικόνα που χαρακτηρίζει σχεδόν τέλεια το πιο ευάλωτο άλμπουμ του μουσικού μέχρι σήμερα. Και αυτό, δεν είναι άλλο από το Care For Me…

Σαν ένα τουβλάκι Jenga που αφαιρείται απότομα και ρίχνει όλα τα υπόλοιπα, αυτή η δολοφονία φαίνεται να υπενθιμίζει και να ενισχύει όσα πήγαιναν στραβά σε κάποιο σημείο της ζωής του Saba. Σε μια σκηνή όπου όλοι οι ράπερ μας εισάγουν στο άλμπουμ τους δείχνοντας μας την ισχύ τους, τα πρώτα λόγια που ακούμε στην εισαγωγή “Busy/Sirens” είναι “I’m so alone,but all of my friends got some shit to do”. Οι εξομολογήσεις του δεν τελειώνουν εκεί, καθώς στο πρώτο μέρος εκφράζει τη μοναξιά και την αποξένωση που νιώθει, καθώς και τις επιπτώσεις του κοινωνικού του άγχους. Πως πήγαμε από τους αισιόδοξους στόχους του μέλλοντος σε αυτό μέσα σε δύο δίσκους; Η απάντηση δεν αργεί…
“Walter got killed for a coat
I’m trynna cope
But it’s a part of me gone
In a packed room I’m alone”
Όλοι οι αδικοχαμένοι του φίλοι και συγγενείς αναφέρονται ξανά στο πιο δυναμικό αλλά εξίσου σκοτεινό “Life”. Τα γενικότερα προβλήματα της ζωής του Saba γίνονται πιο εμφανή, όμως είτε πρόκειται για την δυσκολία του να δεθεί με άλλους ανθρώπους (Broken Girls,Logout),είτε μιλάει για την επιφανειακή πλευρά της μουσικής βιομηχανίας (Grey), το κάνει με το μέσο που ξέρει καλύτερα,τη μουσική. Με την συνοδεία ενός πανέμορφου jazz rap beat, το συγκινητικό “Calligraphy” μιλάει ευθέως για αυτήν την απόδραση που έχει βρει για να εκφράζει τα συναισθήματα του, αν και φαίνεται πως στη συγκεκριμένη κατάσταση δεν του είναι αρκετό. “I can’t get out of bed”, λέει πονεμένα στο τέλος του κομματιού, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση στο ακριβώς επόμενο (και εξίσου πανέμορφο) τραγούδι, “Fighter”…

Προς το τέλος έρχεται πιθανότατα η πιο δυνατή και χαρακτηριστική στιγμή στο άλμπουμ αλλά και τη καριέρα του Saba μέχρι εδώ, το “Prom/King”. Πηγαίνοντας μας πίσω στο χρόνο,σε μια εποχή όπου “κοιμόταν ειρηνικά” όπως μας λέει ο ίδιος, μιλάει για την ιστορία που γέννησε και βελτίωσε την μέχρι τότε ταραγμένη σχέση μεταξύ αυτού και του Walt, λόγω κάποιων παλιότερων εμπειριών (He used to beat me up and take my sneakers every family visit). Συννειδητοποιώντας πως ο μικρότερος του ξάδερφος έχει μείνει χωρίς συνοδό για τον σχολικό του χορό,του βρίσκει μια κοπέλα για να συναντηθούν. Εύκολα παρατηρείται πως παρόλο που οι δύο συγγενείς δεν γνωρίζονταν τόσο μεταξύ τους (never knew where he stay at), βρήκαν αφορμή να έρθουν πιο κοντά μέσω αυτής της πανέμορφης πράξης από μεριά του John.
Αυτή η γλυκιά αναδρομή στο μέλλον κόβεται απότομα από το πολύ πιο αχγωτικό δεύτερο μέρος, με την ανήσυχη μουσική υπόκρουση να μας προϊδεάζει για κάτι που φαίνεται να ξέρουμε ήδη. Μετά την επιλογή των δύο να γίνουν ράπερ και να ανεχτούν τις δυσκολίες αυτής της καριέρας, οι δρόμοι των δύο χωρίζονται και πάλι. Τότε, έρχεται το πρώτο τηλεφώνημα. Ο Walt και ο φίλος του ο Ty δέχονται ενέδρα και κοντεύουν να πυροβοληθούν, όμως ευτυχώς είναι τυχεροί. Με τρομερή λεπτομέρεια και προσοχή, ο Saba περιγράφει πόσο καλά περνάνε οι επόμενοι μήνες, με προοπτική να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Όμως, ο ήχος του τηλεφώνου του τον ξαναδιακόπτει. Η άγνωστη ταυτότητα του αριθμού που τον πήρε αποκαλύπτεται, και πρόκειται για την ταραγμένη φωνή της θείας του, η οποία ψάχνει τον John. “Wherever you are my n*gga we’ll come and find you” λέει στο τέλος, όμως δυστυχώς γνωρίζουμε την κατάληξη της ιστορίας…
Εδώ φαίνεται να τελείωνει το άλμπουμ για τον Saba. Αυτό σκόπευε τουλάχιστον,πριν προσθέσει τον επίλογο “Heaven All Around Me”. Μέσα σε τρισίμιση λεπτά,αρκετά για να μας κάνουν να κλάψουμε, βλέπουμε το αποτέλεσμα του γεγονότος από τα μάτια του αδικοχαμένου ξαδέρφου,καθώς η ψυχή του αφήνει το σώμα του και μάταια προσπαθεί να φωνάξει στους σοκαρισμένους του φίλους και συγγενείς που έχουν μαζευτεί τριγύρω του. Όμως,έχει τον παράδεισο δίπλα του,στον οποίο κατευθυνόμαστε μαζί του για λίγο,πρίν τα πανέμορφα φωνητικά κλείσουν αυτό το σκοτεινό αλλά αξιοθαύμαστο κεφάλαιο της μουσικής σκηνής…
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 4 χρόνια για να ακούσουμε νέο άλμπουμ από τον μουσικό του Σικάγο. Ενδιάμεσα,μαζί με το υπόλοιπο Pivot Gang εξακολουθούσαν να τιμούν τον δολοφονημένο τους φίλο (και συγγενή),με το πρώτο τους επίσημο άλμπουμ “You Can’t Sit With Us” το 2019, ενώ ο ίδιος ο Saba μας χάρισε χαρακτηριστικά singles όπως το “Mrs. Whoever” και το “Ziplock” πριν μας διηγηθεί την επόμενη του ιστορία,ονόματι “Few Good Things”.

Γιατρεμένος από τον χρόνο, νιώθει πλέον ευγνωμοσύνη για όσα του έχουν προσφερθεί στη ζωή του μέχρι τώρα, και βλέπει πιο καθαρά το τι του χάρισαν. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος:
“Η έννοια του Few Good Things είναι η συνειδητοποίηση του εαυτού μας μετά από μια αναζήτηση για εξωτερική εκπλήρωση. Είναι η ευχαρίστηση και η πληρότητα που κερδίζεις ζώντας απλά μια ζωή που είναι δική σου. Τα λίγα είναι μικρός αριθμός, αλλά τα λίγα δεν είναι μόνα. Αντιμέτωπος σε κάθε δυσκολία, τα “λίγα καλά πράγματα” είναι το να αναγνωρίζεις και να αποδέχεσαι τις ευλογίες. Τα λίγα είναι για να τα μετράς, ένα προς ένα. Ένα άδειο ποτήρι είναι γεμάτο αέρα. […] Μία άδεια καρδιά είναι γεμάτη αναμνήσεις. Τα “λίγα καλά πράγματα” είναι να νιώθεις άνετα με το άδειο,και παρόλα αυτά, να βρίσκεις τη πληρότητα σου”
Σε συνδυασμό με το συνοδευτικό ταινιάκι του ίδιου τίτλου, το project είναι ένα συνεχές ταξίδι στο χρόνo, με ένα σημαντικό του μέρος να μας τοποθετεί στο παρόν και τις δυσκολίες που έρχονται με την επιτυχία(One Way or…,Still), αλλά ένα ακόμα μεγαλύτερο να τις εξαλείφει συγκρίνοντας τις με αυτές του παρελθόντος. Το “Survivor’s Guilt” αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά παραδείγματα, όπου αναλύοντας το δύσκολο του μεγάλωμα και κάνοντας άλλη μια φορά αναφορά στον Walt (My cousin still supposed to be here),μας αποδεικνύει πως τα εμπόδια που έβρισκε λειτουργούσαν ως καύσιμα για εκείνον ώστε να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά για να τα αποφύγει. “Once I’ll make a band and get rich” μας λέει ο ίδιος στο ρεφρέν. Ακόμα και τότε, μέσω του τίτλου παρουσιάζεται μια τύψη για τα άτομα που θα μείνουν πίσω και θα υποστούν την σκληρή καθημερινότητα της γειτονιάς τους,την οποία θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με μία φράση από το ακόλουθο κομμάτι “an Interlude Called Circus”:
“This Chicago, when we leave we say ”be safe””
Ταυτόχρονα βλέπουμε και ένα πιο νοσταλγικό κλίμα να χαρακτηρίζει τα κομμάτια του άλμπουμ, αλλά αυτή τη φορά με περισσότερη ευγνωμωσύνη για εκείνες τις κακιές στιγμές, είτε μέσω των εικόνων που ζωγραφίζονται στο εναρκτήριο “Free Samples” ή το “Come My Way”, είτε μέσω της εμφάνισης της μητέρας και του παππού του Saba ανάμεσα στα κομμάτια, καθώς και τη συνεργασία του με το Pivot Gang στο “Soldier”.
Η τελευταία τριάδα του δίσκου είναι άξια ιδαίτερης προσοχής. Αρχικά, το “Make Believe” αποτελεί μια ανάμειξη των δύο χρονικών πλαισίων ανάμεσα στα οποία εναλλάσει κάθε λίγο, παίρνοντας από τη πρώτη φράση την ευγνωμοσύνη για το τότε,και κάνοντας τη μάθημα για το τώρα (I got everything I could ever need, and I try to keep that in mind anytime I meet a man trying to seel a dream). Σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο πρώτο κουπλέ,ξυπνάει για λίγο από το όνειρο που έχει πλέον πετύχει και συννειδητοποιεί πως μέσα σε όλα αυτά είχε ξεχάσει τους ανθρώπους που πραγματικά έχουν σημασία:
“Instead of being with my family
I was in Canada,I was in Tokyo
I didn’t know before I learned
As much as I love to perform at the shows
It’s the people up close I gotta show up for”
Εξάλλου, χωρίς αυτούς, τι πραγματική αξία θα είχαν όλα όσα είχε πετύχει. Και πιο σημαντικά, θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εξαρχής;
Το “2012”, εκτός από προσωπικό μου αγάπημενο,αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στο κατάλογο του μουσικόυ, καθώς μας διηγείται εφηβικούς έρωτες και αθωότερες εποχές πάνω από μια μινιμαλιστική μελωδία. Η ιστορία πίσω από το κομμάτι είναι ακόμα πιο συγκινητική, καθώς είναι ένα κομμάτι αφιερωμένο στον squeakPivot. Και αυτός δολοφονήθηκε ψυχρά. Και αυτός δεν πρόλαβε να κλείσει τα 30… “Του είχα βάλει το άλμπουμ και απλά ξέσπασε σε κλάματα”, είχε πει ο Saba στο Rolling Stone. “Στο ”2012” μιλάω για αυτόν γιατί έμεινε μαζί μας για λίγο. Είναι απλά τόσο ανατριχιαστικό το ότι του είχα παίξει όλα αυτά, και, νομίζω λιγότερο από δύο βδομάδες μετά πήρα το τηλεφώνημα που πήρα. Είναι τόσο απίστευτο ακόμα και τώρα”. Με έναν προφητικό τρόπο, η τελευταία φράση του κομματιού “I had everyone I needed” ακολούθησε τον ράπερ και στη πραγματική ζωή…

Ο ομότιτλος επίλογος του άλμπουμ αποτελεί την πνευματική του άγκυρα όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς, υπενθμίζοντας μας την αξία των “λίγων καλών πραγμάτων”. “Good things come in few” είναι η φράση που ακούμε στο τέλος του κάθε verse, σαν ένα ξυπνητήρι ανάμεσα στις πολλές πληροφορίες που μας προσφέρουν ο Saba και ο θρυλικός Black Thought. Η επανάληψη χρησιμόποιείται και στο πανέμορφο τελευταίο μέρος του 7λεπτου τραγουδιού, με το τελευταίο τετράστιχο του “Free Samples” να αντιγράφεται και εδώ. Με τις νοσταλγικές εικόνες που στιγμάτισαν το project, οι φωνές του παππού και της γιαγιάς του Saba είναι οι κατάλληλες για να το φέρουν στο τέλος του,όχι όμως πριν ακούσουμε το πολύ σημαντικό τελευταίο τρίστιχο απο τον ίδιο:
“Glass half full,the other half was the emptiness
We turned a buch of nothing to abundance
Few Good Things…”
Η απώλεια δέν είναι εύκολη να χωνευτεί. Όσο συχνά και να την βλέπεις γύρω σου δεν είναι κάτι που σε πληγώνει λιγότερο κάθε φορά. Όμως, μπορείς να παίρνεις ένα μάθημα ζωής όλο και πιο γρήγορα από μια τέτοια τραυματική εμπειρία. Άλλωστε, δεν είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε ένα τέτοιο γεγονός και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κοιτάμε πίσω χαμογελαστοί με όσα έγιναν, αντί να πονάμε για αυτά που δεν θα γίνουν.
Και αυτό κάνει τον Saba να ξεχωρίζει όταν καλύπτει αυτό το θέμα. Είτε πρόκειται για την σκληρή του ειλικρίνεια, είτε για τον σεβασμό με τον οποίο προσπαθεί να την διατηρήσει, είναι αξιοθαύμαστο πως ο 30χρονος πλέον καλλιτέχνης καταφέρνει να εκφράσει τα συναισθήματα του, αλλά ταυτόχρονα να τα κρατήσει μέσα του για χάρη ενός πιο σημαντικού μαθήματος τόσο για εκείνον, όσο και για όλους τους ακροατές του…