Γράφει η Μαρία Κακουλάκη
Στην καρδιά της πανδημίας, το ξέσπασμα ενός ακόμα «ιού», εξίσου βαρύνουσας σημασίας, επίσης «αόρατου» και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς εμφανή συμπτωματολογία, δε μπορεί να αφήνει κανέναν αδιάφορο. Οι σοβαρότατες δημόσιες καταγγελίες περί σεξουαλικής, λεκτικής και σωματικής προσβολής και κακοποίησης στο χώρο του πολιτισμού και του αθλητισμού φαίνεται αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου της υποκρισίας της κοινωνίας μας, που μέσα από τη διαπαιδαγώγηση των νέων και την καλλιέργεια φόβου δημόσιας διαπόμπευσης, προάγει περισσότερο την αποσιώπηση και τη διατήρηση κοινωνικών στερεοτύπων και δυνάμεων, που καταλήγουν ως παγιωμένες συμπεριφορές αδράνειας, αδιαφορίας και υποκρισίας. Δεν είναι άλλωστε καινούριο, ότι στην διαπαιδαγώγηση που λαμβάνουν οι νέοι, ακόμα και σήμερα από την οικογένεια και τις εκπαιδευτικές δομές, δίδεται μεγαλύτερη σημασία στο «φαίνεσθαι» παρά στο «αισθάνεσθαι», στο «φέρεσθαι», παρά στο «σκέπτεσθαι», στο «έχειν» παρά στο «είναι»! Έτσι επιτυγχάνεται η διατήρηση μιας φαινομενικά άριστης, αλλά επί της ουσίας άρρωστης κοινωνικής παρουσίας του ατόμου ή της οικογένειας σε ένα κόσμο μεγάλων ταχυτήτων και πολλαπλών εξελίξεων.
Η ανελαστικότητα των εκπαιδευτικών και κοινωνικών μοντέλων και η αδυναμία να παρακολουθήσουν με ευελιξία και ουσιαστική κατανόηση τις αλλαγές που συμβαίνουν με ραγδαίους ρυθμούς, δημιουργεί μια ανοχή σε φαινόμενα αδικίας, κακοποίησης και εκφοβισμού, σε πράξεις ανήθικες και αξιόποινες από τους νόμους. Υπό αυτή την έννοια, είμαστε όλοι συνένοχοι, μιας και ανεχόμαστε την ανειλικρίνεια για να μη γίνουμε δυσάρεστοι, εκφράζοντας άφοβα αυτό αυτό που πολλές φορές, αισθανόμαστε έντονα και με όλες μας τις αισθήσεις. Εθελοτυφλούμε σε παρανομίες και ατοπήματα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, ευελπιστώντας πως κάποιο μαγικό ραβδάκι θα αλλάξει την ποιότητα της κοινωνίας στην οποία ζούμε και θα φέρει τη δικαιοσύνη και την ισότητα, ωσαν να ήταν αγαθά στατικά, που βρίσκονται κρυμμένα κάπου. Βαυκαλιζόμαστε σε ψευδαισθήσεις ωχαδερφισμού και στρουθοκαμηλισμού όταν το τόσο εύθραυστο δίκιο των συνανθρώπων μας, βάλλεται ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση, όχι πολύ μακριά, κάπου στη διπλανή ή απεναντινή πόρτα. Σωπαίνουμε από φόβο, ή ακόμα και κρυφο-ικανοποίηση, που το κακό αυτό δεν συμβαίνει σε εμάς. Συχνά μάλιστα σχολιάζουμε και αρνητικά ή υποψιαζόμαστε επικριτικά τις προθέσεις κάποιου ανθρώπου που δουλεύουν οι αισθήσεις και τα αντανακλαστικά του, που αισθάνεται το αίσθημα δικαίου ή την ανθρωπιά να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον παραλογισμό, συχνά, με κίνδυνο την ίδια τη σωματική του ακεραιότητα. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς άπειρα παραδείγματα, όπου αυτός που απλώνει το χέρι σήμερα, περιθωριοποιείται ως αποδιοπομπαίος τράγος, ως «παράξενος» ή «τρελός» μιας κοινωνίας που έχει τους τρόπους να κρύβει κάτω από το χαλί της πληγές της.
Γιατί, ακόμα σήμερα το 2021, η οικογένεια και οι σχολικές δομές δίνουν μικρή έως ανύπαρκτη σημασία στις απαραίτητες για την ισορροπία της ύπαρξης αρετές, της αυταξίας, της αυτοεκτίμησης, του αυτοσεβασμού και της αυτοπεποίθησης. Ως ενήλικοι, πόσο μάλλον ως ανήλικοι, δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε εγκαίρως και να σταματήσουμε αποτελεσματικά άρρωστες συμπεριφορές συνανθρώπων που παραβιάζουν συστηματικά, για τους δικούς τους λόγους, τον προσωπικό μας χώρο, την ύπαρξη μας, τη ψυχή και το σώμα μας. Χωρίς την ενθάρρυνση από την κοινωνία για γρήγορη και άμεση καταγγελία, οποιουδήποτε περιστατικού θέτει σε κίνδυνο τις ατομικές και κοινωνικές μας με ελευθερίες, χωρίς ικανοποιητικές δομές ψυχολογικής υποστήριξης, με τα κοινωνικά στερεότυπα να μας επιβάλλουν υπομονή και ανοχή, αμφιβολία και συμβιβασμό, εγκαρτέρηση και υποτακτικότητα, τα θεμελιώδη δικαιώματα μας να παραμένουν ευάλωτα κι επισφαλή. Γιατί είναι γεγονός πως περισσεύουν οι ανάρμοστες συμπεριφορές, ειδικά σε χώρους που λογικά έπρεπε να καλλιεργείται το μυαλό και το σώμα, εκεί όπου θα έπρεπε να ποιείται ήθος! Ο πόνος που γεννιέται στην ψυχή από τέτοια φαινόμενα, ξεκινάει να επισκιάζει άλλες αντιδράσεις ή εκδηλώσεις της φυσιολογικής ζωής. Ο πόνος γίνεται επικίνδυνος «φίλος», που δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές του ανθρώπου που τον υπομένει καρτερικά και μερικές φορές λειτουργεί εθιστικά, μιας και γίνεται μια τόσο γνώριμη συνθήκη, που το άγνωστο της απουσίας του, τρομάζει το θύμα ακόμα περισσότερο.
Πολλά μπορεί να αναρωτηθεί και ακόμα περισσότερα να εικάσει κανείς για το θύτη μιας σεξουαλικής κακοποίησης ή του εργασιακού εκφοβισμού. Ερωτήματα και εικασίες για τον τρόπο ανατροφής του, για την εκπαίδευσή του, για την επαγγελματική του αποκατάσταση, τις προσωπικές και εργασιακές του σχέσεις, το κοινωνικό του περιβάλλον. Γιατί ένας άντρας ή μια γυναίκα να θέλουν να επιβάλουν τις σεξουαλικές τους ορμές με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σε μια γυναίκα ή σε ένα άλλο άντρα; Είναι μια τέτοια επιβολή αφροδισιακή; Είναι η ίδια η δύναμη της εξουσίας διεγερτική; Είναι οι φόβοι της ζωής που περνάει και φεύγει, της ψυχής που αρχίζει να χάνει τον προσανατολισμό της, ή του κορμιού κάνει το νου να γεμίζει ανασφαλειες και φόβους, με το πέρασμα του χρόνου; Από την άλλη γιατί κάποιος να κακοποιεί συστηματικά έναν ή μια συνάδελφό του στο πλαίσιο μιας εργασίας, συνεργασίας ή τέλος πάντων επαγγελματικής σχέσης; Έχει υποστεί κι εκείνος κάτι αντίστοιχο; Αισθάνεται ότι η δική του αυταξία είναι μεγαλύτερη από των άλλων, έχει δύναμη και πρέπει να την εξαντλήσει με το να ταπεινώσει άλλους ανθρώπους; Έχει τόση απουσία ενσυναίσθησης ώστε να μην αντιλαμβάνεται καν ότι προσβάλλει και μειώνει μια άλλη προσωπικότητα; Είναι ο ναρκισσισμός του, τόσο έντονος που διψά να αυτοεπιβεβαιωθεί μέσα από το να κατακεραυνώσει μια άλλη ύπαρξη; Είναι ο ρόλος ή ο σκοπός της ζωής του τόσο επισφαλής, ώστε να έχει την ανάγκη να «ακονίζει» τα δόντια του πάνω στο δικαίωμα μιας άλλης ύπαρξης για να σταθεί, να έχει ρόλο και σκοπό, εργασία κι ελπίδα για επιβίωση;
Όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις σε τούτα τα ερωτήματα, το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένας πραγματικά ευφυής και υγιείς νοητικά άνθρωπος δεν απεργάζεται την καταστροφή και τον υποβιβασμό των άλλων. Γιατί κομμάτι της νοημοσύνης είναι και η διαπροσωπική νοημοσύνη, η ικανότητα να αισθανόμαστε και να ανταποκρινόμαστε στις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων. Η διαπροσωπική νοημοσύνη μαζί με την ενδοπροσωπική νοημοσύνη, δηλαδή την ικανότητα να μπορεί να στραφεί κανείς μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, πρέπει να λειτουργούν ισορροπημένα, ώστε κανείς να αναγνωρίζει τα πάθη, τις σκέψεις και τα χαρακτηριστικά που μπορούν να τον οδηγήσουν στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων ανθρώπων. Αντιθέτως όμως αυτό που βλέπουμε είναι ότι η ενσυναίσθηση προς τον άλλο ανθρωπο και η ενδοσκόπηση προς τα μέσα, παραμένουν υποανάπτυκτες, ασθενικές, έως και ανύπαρκτες σε πολλές περιπτώσεις.
Ο άνθρωπος που κάνει κακό, που φέρεται χυδαία, βίαια νομίζει ότι του ανήκει κάποιου είδους εξουσία ή αποδοχή που τον φέρνει στο απυρόβλητο για οποιαδήποτε τιμωρία. Η δύναμη που πιστεύει ότι έχει, επειδή έτυχε να κατέχει μια θέση για λίγο ώστε να λαμβάνει αποφάσεις, ή επειδή έχει πολιτικές διασυνδέσεις ή χρήματα, του δημιουργούν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για το εγώ του και τον αποσυνδέουν από τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων.
Η διαστρέβλωση αυτή μπορεί να τον οδηγήσει μέχρι και την εμμονή. Και είναι τόση η έπαρση και η διαστρέβλωση της εικόνας του εαυτού τους, που ποντάρουν ακριβώς σε αυτό το φόβο του άλλου, στην αδυναμία να σηκώσει κεφάλι, να βρει τη φωνή του και να αρθρώσει με λόγο αυτό που δύσκολα περιγράφεται, αυτό που κανείς δε θέλει να ακούσει ή να πιστέψει ότι συμβαίνει.
Η βία, ειδικά η αόρατη, η μεταμορφωμένη με χίλιους τρόπους και μορφές είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την ορατή. Γιατί στοιχειώνει το συνειδητό και το υποσυνείδητο του θύματος διαρκώς και το υποδουλώνει μέσο του φόβου. Υπεκφυγές, απειλές, εντάσεις, κραυγές, υποτιμητικά βλέμματα, σαρκασμός, διαπόμπευση, διαστρεβλωμένη παραπληροφόρηση, σκόπιμα μπερδέματα, απροειδοποίητες αλλαγές ή προσκόμματα, υπεροψία και υποβιβασμός είναι μόνο μερικές από τις εκφράσεις που μπορεί να πάρει ο εκφοβισμός. Ο άνθρωπος που έχει υποστεί ψυχολογική και σωματική βία, που έχει κακοποιηθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σε όποια ηλικία και αν έχει συμβεί αυτό, ειδικότερα όμως στην παιδική και εφηβική ηλικία, ή και αργότερα ως ενήλικας σε ένα εργασιακό χώρο, κουβαλάει διαρκώς μια ανοιχτή πληγή. Κι όσο κι αν έχει εκτεθεί στον κίνδυνο, όσο κι αν έχει αναπτύξει μέσα του, με τα χρόνια, αντισώματα, ο «φόβος» ως άλλος ιός μεταλλάσσεται μέσα από τις εναλλαγές και τις προκλήσεις της ζωής, κι επανέρχεται ως φόβος εγκατάλειψης, ως φυσική ή ψυχολογική αδυναμία, ανικανότητα συγκέντρωσης, ως διαταραχές προσωπικότητας, ως αυτοάνοσα ή ακόμα και κατάθλιψη.
Σε μια τέτοια κοινωνία, που τα στερεότυπα της εικόνας πνίγουν την αλήθεια της ουσίας, θέλει ενσυναίσθηση και παρρησία η δικαιοσύνη, έχοντας στο μυαλό τη γνωστή φράση του ποιητή, «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Παρρησία από τον άνθρωπο που υποφέρει, που έχει κακοποιηθεί, που πονάει μέσα του, να μιλήσει για τον πόνο που έχει υποστεί. Παρρησία και ενσυναίσθηση από τους υπόλοιπους ανθρώπους, που δεν είχαν ανάλογη εμπειρία, αλλά που θα μπορούσα να είναι και εκείνοι εν δυνάμει θύματα μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς, ώστε να συμπονέσουν και να προστατέψουν τον άνθρωπο που τολμά με το θάρρος της γνώμης του, να μιλήσει ανοιχτά και με δύναμη για τα όσα υπέστη από τον κακοποιητή του. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο ότι και ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος θύμα, κακοποίησης αλλά και μιας εν δυνάμει σκευωρίας εκδίκησης, είναι εύκολο με τα μέσα και τις δυνατότητες της εποχής, να αποδειχθεί ποιος πραγματικά είναι το θύμα και ποιος ο θύτης. Γιατί ο θύτης, ακριβώς επειδή είναι θύτης, βυθισμένος στη ναρκισσιστική πλάνη ενός άρρωστου εγώ, έχει κακοποιήσει τόσους πολλούς ανθρώπους, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, που μοιραία, όταν ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, είναι δύσκολο πια να μην πέσουν οι μάσκες, όσο επαγγελματίας της υποκρισίας ή της Υποκριτικής κι αν είναι.
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα λοιπόν, από τις αποκαλύψεις που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες, είναι πως χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη σημασία από όλους μας στο πως μεγαλώνει ένα παιδί.
Έχει μεγάλη σημασία αυτό το παιδί να αισθάνεται ότι αγαπιέται, ότι έχει ένα πλαίσιο ασφάλειας και προστασίας γύρω του. Είναι σημαντικό το παιδί αυτό να μαθαίνει από νωρίς να μιλάει για τα συναισθήματά του, για τις εμπειρίες που βιώνει. Πρέπει να μπορεί να εκφράζεται με παρρησία για τη ζωή του και ενσυναίσθηση για τους συνανθρώπους του, αντί να γίνεται φοβικό και να θάβει μέσα στην ψυχή του, τα όσα του φέρνει στο δρόμο του η ζωή, ενώ την ίδια στιγμή να επικρίνει τους άλλους, επειδή είναι διαφορετικοί από αυτό. Πάνω και πέρα από όλα, η γνώση και η εξέλιξη ενός παιδιού δεν πρέπει να βάζει σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική του ακεραιότητα, την αθωότητα της νεανικής ψυχής που όταν κακοποιείται, χάνεται μια για πάντα! Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών αυτών και από τις δύο πλευρές θα μιλήσουν στα δικαστήρια. Εκεί όπου θα πρέπει πραγματικά όχι απλά να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά να διαμορφωθεί το παράδειγμα της ηθικής που έχει ανάγκη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία για να μη αποδομηθεί η ίδια η ελπίδα. Και μια τέτοια δικαιοσύνη θέλει παρρησία και ενσυναίσθηση από όλους!