Σκουριά, σκόνη και λήθη σκιαγραφούν την εικόνα των ελληνικών βασιλικών ανακτόρων στο Τατόι.
Ένα χαμένο στοίχημα για την Ιστορία αλλά και για τον τουρισμό καθώς τα «στοιχειωμένα» μέχρι και σήμερα ανάκτορα τελούν σε καθεστώς αποσύνθεσης αφού κανείς έμπρακτα δεν δείχνει ενδιαφέρον για να τα αξιοποιήσει.
Ρεπορτάζ-Φωτογραφίες: Λευτέρης Χ. Θεοδωρακόπουλος
Σε μια εποχή που χαρτογραφούνται οι συντεταγμένες στον τουρισμό στην Ελλάδα είναι σε εξαθλίωση ο βασιλικός τουρισμός ο οποίος έχει πολλούς ακολούθους στην Ευρώπη κυρίως αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Μια φτωχή περίφραξη από παλιό συρματόπλεγμα χωρίζει τα ανάκτορα σήμερα από το κοινό. Τουλάχιστον υπάρχει κι αυτή καθώς επί χρόνια η περιουσία του παλατιού βεβηλωνόταν καθημερινά από επιτήδειους.
Στο φωτογραφικό ρεπορτάζ του Πινακίου θα διαπιστώσετε και εσείς το μέγεθος της εγκατάλειψης που μόνο πόνο αλλά και ερωτήματα προκαλεί.
Μόλις 15 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στο Τατόι, έχοντας πια τη μορφή ερειπίων και εν μέσω πυκνού δάσους, στέκεται το θερινό ανάκτορο της τέως βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας.
Μετά από σωρεία δικαστικών μαχών, οι οποίες μάλιστα κατέληξαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το ανάκτορο του Τατοΐου καθώς και η τεράστια δασική έκταση που το περιτριγυρίζει (συνολικά 42.000 στρέμματα), πέρασε πριν από 17 χρόνια στην ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου και από τότε δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική παρέμβαση.
Ωστόσο εκτός από την αρχιτεκτονική του αξία, το κτήριο έχει υπάρξει μάρτυρας γεγονότων με κομβική σημασία για την ελληνική ιστορία.
Η ιστορία των ανακτόρων και η αρχική σκέψη για ανάλογο κτίσμα των Βερσαλλιών
Το 1872 ο Γεώργιος Α’ αγοράζει έπειτα από προτροπή του θρυλικού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ μια έκταση 20.000 στρεμμάτων στο Τατόι Αττικής.
Αν και ο Τσίλλερ οραματιζόταν ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα ανάλογο των Βερσαλλιών, ο βασιλιάς απέρριψε τα σχέδιά του, καθώς προόριζε την έκταση για τη δημιουργία ενός κτήματος αναψυχής.
Πράγματι, αρχικά η προσοχή του Γεώργιου Α’ εστιάστηκε στην δημιουργία ενός τεράστιου τεχνητού δάσους, όπου μάλιστα δημιούργησε δύο τεχνητές λίμνες και απελευθέρωσε κόκκινα ελάφια από την Ουγγαρία.
Ο Τσίλλερ σχεδίασε ένα απλό διώροφο σπίτι, το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «ελληνοελβετικού ρυθμού», που προοριζόταν για το ρόλο του βασιλικού ξενώνα. Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1874 και αποτέλεσε την πρώτη εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας.
Στην πορεία της σχετικά σύντομης ιστορίας του, το λιτό κτίριο του Τσίλλερ πρόλαβε να γνωρίσει την προσθήκη ενός επιπλέον ορόφου που αλλοίωσε τις αναλογίες και τον νεοκλασσικό του διάκοσμο, ενώ κάηκε ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά του 1916 και κατεδαφίστηκε το 1937. Κάποια ερείπια του εξακολουθούν να είναι ορατά μέχρι σήμερα.
Το 1884 ξεκινά η οικοδόμηση του νέου, κυρίως ανακτόρου από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη. Κατ’ εντολή της βασίλισσας Όλγας, ο Μπούκης ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου και αποτύπωσε μια αγροικία αγγλικού τύπου στο συγκρότημα ανακτόρων του Πέτερχοφ, που ανήκαν στον θείο της, τσάρο Αλέξανδρο τον Β’. Αρχιτέκτονας του αρχικού κτηρίου υπήρξε ο Άγγλος Adam Menelaus.
Το 1889 οι βασιλιάδες περνούν το κατώφλι των ανακτόρων
Η βασιλική οικογένεια κατοίκησε για πρώτη φορά στα νέα ανάκτορα το 1889. Έκτοτε τα επισκεπτόταν κάθε χρόνο από τα τέλη Μαΐου έως και αργά το Φθινόπωρο.
Το 1898 το κτήμα στο Τατόι υπερδιπλασιάζεται μέσα από αγορές αλλά και την παραχώρηση στον βασιλιά από τη Βουλή του εθνικού κτήματος Μπάφι και ξεκινά σταδιακά η δημιουργία ενός ολόκληρου χωριού.
Στο τέλος του αιώνα, το ανάκτορο περιτριγυριζόταν ήδη από δεκάδες κτήρια, μεταξύ των οποίων συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη φρουρά.
Ένα από τα στοιχεία που προσθέτουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον στα ανάκτορα του Τατοΐου, είναι το γεγονός πως καθώς επεκτείνονταν σταδιακά, τα κτίρια που συνθέτουν το συγκρότημα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους σε ρυθμό και επιρροές.
Οι σελίδες της ελληνικής ιστορίας που γράφτηκαν στα Ανάκτορα
Αν και αποτελούσαν ιδιωτικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην πρωτοστατούν στις εξελίξεις της περιόδου της δόξας τους, τα θερινά ανάκτορα στο Τατόι «είδαν» πολλές δραματικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ενώ ο ρόλος τους σε αυτές δεν ήταν πάντα ξεκάθαρος.
Το 1917 οι δυνάμεις της Αντάντ εκδιώκουν τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο από το Τατόι. Το 1920 ο πρίγκιπας Αλέξανδρος βρίσκει βασανιστικό θάνατο μετά από το δάγκωμα μιας μαϊμούς που ανήκε στον Γερμανό γεωπόνο Στουρμ.
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 – 1935) μέρος των ανακτόρων μετατράπηκε σε μουσείο αφιερωμένο στη βασιλική δυναστεία, ενώ παράλληλα αποτέλεσε θερινή κατοικία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε αυτή την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας, την διεύθυνση του κτήματος στο Τατόι ανέλαβε ο βενιζελικός δασολόγος Βασίλειος Δρούβας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που θέσπισε μια σειρά από αυταρχικά μέτρα και επέκτεινε τις οικονομικές δραστηριότητες.
Με την επαναφορά της βασιλείας, ο Κωνσταντίνος διατήρησε τον Δρούβα στη θέση του, παρά το αντιβασιλικό του παρελθόν.
Τον χειμώνα του 1941 στον χώρο του ανακτόρου έγιναν υπό τον Γεώργιο Β’ οι συσκέψεις ενόψει της γερμανικής επίθεσης, αλλά και εκείνες που προηγήθηκαν της φυγής της βασιλικής οικογένειας στην Αίγυπτο, τη Ν. Αφρική και το Λονδίνο μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής και ενώ ο λαός της Αθήνας λιμοκτονούσε, τα ανάκτορα γνώριζαν οικονομική άνθιση, καθώς ο Δρούβας αποφάσισε να εντείνει τις καλλιέργειες και το εμπόριο των προϊόντων που παράγονταν στο Τατόι.
Παράλληλα, συναλλασσόταν τόσο με τους αντάρτες όσο και με την κυβέρνηση της κατοχής, καταφέρνοντας μέχρι το 1944 να κρατήσει το κτήμα σε γενικές γραμμές αλώβητο.
Το Πάσχα του 1944 οι αντάρτες κάνουν την εμφάνισή τους, κρατώντας αρχικά φιλική στάση απέναντι σε όλους τους κατοίκους.
Στη συνέχεια, ωστόσο, οι κάτοικοι χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, με τους νέους υπαλλήλους και εργάτες – πολλοί εκ των οποίων ήταν πρόσφυγες – να παίρνουν το μέρος του ΕΑΜ και τους παλιότερους να στρέφονται εναντίον του.
Μέχρι το Φθινόπωρο, το ΕΑΜ είχε καταλάβει πλήρως την εξουσία του κτήματος. Το τέλος της παρουσίας του στο Τατόι γράφτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου με τρεις εκτελέσεις εργατών και εμπρησμό του κτήματος.
Στα τέλη του 1966, στο ανάκτορο του Τατοΐου λαμβάνουν χώρα οι δυο μυστικές συναντήσεις του Γεώργιου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με στόχο την πτώση της κυβέρνησης των «αποστατών».
Στο τέλος του 1967 και εν μέσω της Χούντας των Συνταγματαρχών, η βασιλική οικογένεια εγκαταλείπει τα ανάκτορα και διαφεύγει στη Ρώμη.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά στην ιστορία τους που κατοικήθηκαν.
Την 1η Ιουνίου του 1973 η Χούντα καταργεί τη βασιλεία και το Τατόι περνά για πρώτη φορά στην κυριότητα του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, η διαδικασία χρειάστηκε να «τριτώσει» για να μονιμοποιηθεί το 2003.