Της Φωτεινής Κουμάντου
Την 9η Φεβρουαρίου γιορτάζουμε την παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας. Το διακριτικό στοιχείο της, και αυτό στο οποίο έγκειται η ομορφιά της, είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανυπόκριτη διαφάνειά της. Η ικανότητα της, δηλαδή, με μια μόνο λέξη-ή και μια μόνο πρόθεση- να μεταβάλλει άρδην το νόημα που επιδιώκει ο ομιλητής, να αποδομεί προσωπεία, και να φωτίζει λανθάνουσες πτυχές της ψυχοσύνθεσης του. Στην ελληνική, «ό,τι βλέπεις παίρνεις».
Θα αναφερθώ, λοιπόν, στην περίπτωση ενός επιφανούς ανθρώπου της τέχνης, με αφορμή συνέντευξη που έδωσε προ ολίγων ετών. Ερωτηθείς εάν στον έρωτα «χάνει την αξιοπρέπειά του», απάντησε: «[…]Καψουρεύτηκα και θα κοιτάξω την αξιοπρέπεια; Τι λέτε ρε; Δεν με ενδιαφέρει η αξιοπρέπεια. Με ενδιαφέρει να είμαι ερωτευμένος.»
Αβίαστα χρησιμοποίησε το ρήμα «ενδιαφέρει» και άθελα του αποκάλυψε πως δεν αποδίδει καμία βαρύτητα στην αξιοπρέπεια, σε ό,τι αφορά τον έρωτα. Αξιοπρέπεια τίνος όμως ; Του ιδίου ; Δεν διευκρίνισε. Βάσει των πρόσφατων καταγγελιών, οι οποίες του προσάπτουν πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ατόμου, μάλλον δεν αποδίδει βαρύτητα στην αξιοπρέπεια…των άλλων.
Σε αυτή του τη δήλωση, η διαχυτικότητα, η σαρωτική ορμή του λόγου του, μάλλον εξέθεσε την ψυχοσύνθεση του. Θα διατεινόταν κανείς πως υπερβάλλω, πως αντλώ βεβιασμένα και ανυπόστατα συμπεράσματα. Ίσως, πράγματι, η παράλειψη ενός «μου» πλάι στην «αξιοπρέπεια» να ήταν απλώς προϊόν ενός ταχύρρυθμου και ενθουσιώδους λόγου. Αδυνατώ, ωστόσο, να αποδεχτώ ότι, έστω και υποσυνείδητα, αυτό το «μου» δεν είχε ήδη μηδενιστεί στην σκέψη του διακεκριμένου καλλιτέχνη. Πιστεύω πως η αντωνυμία αυτή είχε προ πολλού εκτοπιστεί στο «νοητό του λεξιλόγιο», και η επιλογή αυτή εκδηλώθηκε αναφανδόν στον λόγο του.
Επομένως, ελλείψει του «μου», το ενδιαφέρον που δεν επιδεικνύει προς την αξιοπρέπεια, απέκτησε έναν επικίνδυνα ασαφή, γενικευμένο και σκοτεινό χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα τον οποίο αποκάλυψαν οι λέξεις, παραπέμποντας, εμμέσως, στο ότι η «λαμπρή» προσωπικότητα δεν ενδιαφέρεται για την γενετήσια αξιοπρέπεια των άλλων.
Και εάν διερωτάστε γιατί εμμένω στη λεκτική ακρίβεια, όταν τα γεγονότα υπερβαίνουν τις πολυτέλειες της γλώσσας και μετουσιώνονται σε ειδεχθείς πράξεις, την απάντηση δίνει ο Χαλίλ Γκιμπράν: «Πρόσεχε τις σκέψεις σου, γίνονται λόγια. Πρόσεχε τα λόγια σου, γίνονται πράξεις.»
Με τον συλλογισμό μου αυτό δεν διανοούμαι, φυσικά, να σχολιάσω την έρευνα των αρχών και την κρίση της δικαιοσύνης. Ούτε και εκφέρω άποψη για το τι έπραξε ή δεν έπραξε το συγκεκριμένο πρόσωπο. Θεώρησα ενδιαφέρον, όμως, να καταδείξω την αισθητή διαφορά που επιφέρουν στο νοηματικό αντίκρισμα και την αντίληψη των λεγόμενων από τον αναγνώστη, οι λεπτές γλωσσικές επιλογές. Ίσως η υπερευαισθησία μου σε «επουσιώδεις» λεκτικές διαφοροποιήσεις να είναι άστοχη, εν προκειμένω. Ωστόσο, ποιος μπορεί να αρνηθεί πως «Η γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει» ;