«Στο σταυροδρόμι», «Πήρε φωτιά μια καρδιά», «Λαϊκό τσα-τσα», «Κάθε λιμάνι και καημός», «Όνειρο δεμένο», «Οι γλάροι», «Άμα θες να φύγεις, φύγε», «Γλυκέ μου τύραννε», «Θα φύγω και θα με ζητάς», κάποια μόνο από τα τραγούδια του ή μάλλον τους θησαυρούς που άφησε σε όλους μας ο Πάνος Γαβαλάς.
Του Λευτέρη Χ. Θεοδωρακόπουλου
Τραγούδια που από τους μικρούς δίσκους των 45 στροφών έχουν «σπάσει» την έννοια του χρόνου και μένουν ζωντανά και επίκαιρα μέχρι και σήμερα το 2020.
Ο Πάνος Γαβαλάς ένας αντιστάρ, ένας άνθρωπος που μιλούσε μέσα από την ψυχή του και τα όσα ένιωθε και τον απασχολούσαν τα αποτύπωνε στο πεντάγραμμο. Μια ψυχή ατόφια χρυσάφι, πολύτιμη έως σήμερα.
Η φωνή του μπάσα, μελαγχολική, ιδιαίτερη που κάνουν ακόμη και νεότερους που ανήκουν σε άλλες γενιές και έχουν άλλα ακούσματα να υποκλιθούν σε αυτήν.
Από τις ασπρόμαυρες ταινίες που τον βλέπουμε μέχρι σήμερα εξέπεμπε μια ηρεμία και μια στιβαρότητα, αυτή που έχει εκλείψει σήμερα από το γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Άνθρωπος που έζησε κακουχίες, που μεγάλωσε στην φτώχεια και πέρασε από πολλές δουλειές μέχρι να γίνει ο μεγάλος Πάνος Γαβαλάς.
Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Μανιάτη, Πάνος Γαβαλάς: Μια φωνή όλο φως που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Πλούσια «κληρονομιά»
3 Δεκεμβρίου του 1988, μια μέρα που το «Κρύο ήταν τσουχτερό» ο Πάνος Γαβαλάς φεύγει από κοντά μας αφού πρώτα μας είχε κάνει πολιτισμικά πλούσιους.
Η ιστορία της ζωής του μοιάζει με μυθιστόρημα και με το κεντρικό ήρωα που με όπλο τη μουσική και την φαντασία του ξεπερνά πολλαπλές κακουχίες και δίνει ελπίδα στον κόσμο.
«Η προσφυγιά, η Γούβα, η Κατοχή, ο εμφύλιος, οι μεταπολεμικές ταβέρνες, η χρυσή δισκογραφία», είναι κάποια μόνο από τα κεφάλαια της ζωής του τα οποία τα έχει αποτυπώσει ο συγγραφέας Δημήτρης Μανιάτης στο βιβλίο του «Μια φωνή όλο φως» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Ο Δημήτρης Μανιάτης μέσα από έρευνα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής παρουσιάζει τον Πάνο Γαβαλά προσεγγίζοντας την ξεχωριστή οντότητα του καλλιτέχνη.
Στο βιβλίο του υπάρχουν και οι μαρτυρίες σπουδαίων καλλιτεχνών για το πως έζησαν τον Πάνο Γαβαλά. Ο Στέλιος Ζαφειρίου, ο Γιώργος Κοινούσης, η Αντζελα Γκρέκα, ο Χρήστος Νικολόπουλος, η Ελένη Βιτάλη είναι ορισμένοι απ’ αυτούς.
Από τις ταβέρνες της Καισαριανής, στα λαμπερά Κέντρα και στην αυτοεξορία της εθνικής οδού
Ηχογράφησε 598 τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση, με εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις δίσκων, σύμφωνα με όσα αναγράφει ο Δημήτρης Μανιάτης στο βιβλίο του «Μια φωνή όλο φως», σε ατέλειωτες εμφανίσεις σε μικρά και μεγάλα μαγαζιά την δεκαετία του ΄50, του ΄60 , του ΄70 και του ΄80. Από τις μικρές ταβέρνες της Καισαριανής στα κοσμικά κέντρα του ΄50 ή του ΄60 , στις μεγάλες πίστες του ΄70 και σχεδόν αυτοεξόριστος στην Εθνική Οδό , ο Γαβαλάς είχε διαρκή παρουσία στους μετασχηματισμούς της νύχτας και στις μεταβολές της δισκογραφίας
«Κάθε λιμάνι και καημός»
«Μιλώντας για τον πυρήνα της δεκαετίας του 60, δύο είναι πιο αντιπροσωπευτικές εικόνες για τον Γαβαλά και την κινηματογραφική του παρουσία. Το «Κάθε λιμάνι και καημός» των Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα, που ακούγεται στην ταινία Το κάθαρμα (1963), και το «Όνειρο δεμένο», των Ξαρχάκου-Γκούφα στην περίφημη Λόλα (1964), στο πάλκο της ταβέρνας στην Τρούμπα. Καθένα από τα δύο εμβληματικά τραγούδια έχει την δική του περιπέτεια βέβαια. Κατ’ αρχάς το «Κάθε λιμάνι και καημός» είναι γραμμένο από τον Κατσαρό για να ερμηνευτεί από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η μεγάλη αμοιβή που ο δεύτερος ζητάει είναι η αιτία να επιλεχθεί ο Γαβαλάς-μέσω Μηλιόπουλου, παραγωγού της Columbia», γράφει ο στο βιβλίο του «Μια φωνή όλο φως» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, ο Δημήτρης Μανιάτης. Μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει πως το «Όνειρο Δεμένο» ήταν αρχικά ζεμπέκικο και το άλλαξε ο Γαβαλάς και το έκανε χασάπικο.
«Είναι το κρύο τσουχτερό»
«Με τον μπουζουξή Στέλιο Ζαφειρίου ο Γαβαλάς είχε ένα περιστατικό συνδημιουργίας», αναφέρει ο Δημήτρης Μανιάτης στο βιβλίο του αναφερόμενος το πως «γεννήθηκε» το «το κρύο είναι τσουχτερό».
Συγκεκριμένα γράφει την ιστορία όπως την είχε πει και την έχει βιώσει ο Στέλιος Ζαφειρίου, «Μια φορά του είχα δώσει ένα τραγούδι. Πήγαμε στο σπίτι της Ρίας Κούρτη. Καθόμαστε εκεί πέρα και το γράφει. Και λέει στο ρεφρέν. «Είναι το κρύο τσουχτερό, να το αντέξω δεν μπορώ. Έχω πόση ώρα στη γωνιά μπρος το παραθύρι σου, λιώνω για χατίρι σου». Εγώ είχα «τα-τα-τα-τα» υπήρχε ένα κενό. Και μόλις λέει «λιώνω για χατίρι σου», του λέω «καλέ». Μου λέει, «τι είπες τώρα, μπορείς να μου πεις;». Και φτιάχνουμε το τραγούδι και είναι εκεί ο Χρηστάκης. Κοίτα να δεις τώρα η τύχη. Αφού φτιάξαμε το τραγούδι, λέει «ρε μάγκα, είσαι να το δώσουμε στον Χρηστάκη να το πει». Λέω, «Εάν του πάει ευχαρίστως». Και το παίρνει ο Χρηστάκης και το λέει τέλεια. Πώς κούμπωσε. Και ξαφνικά από εκεί που ο Χρηστάκης έπαιρνε 300 δραχμές μεροκάματο, τον πήρε του χρόνου, το 1967, μαζί μου στη Νεράιδα με 600. Και τον άλλο χρόνο έφυγε και πήγε 2000, με αυτό το τραγούδι».